ἱερογραμματεύς
1ιερογραμματεύς — ἱερογραμματεύς, ὁ (Α) (στην Αίγυπτο) ιερός γραμματέας τού οποίου το έργο ήταν η τήρηση τών ιερών εγγράφων, η διδασκαλία τών ιερών τύπων και τελετών και η φροντίδα για την τήρησή τους …
2ἱερογραμματεύς — sacred scribe masc nom sg …
3ἱερογραμματεῖς — ἱερογραμματεύς sacred scribe masc acc pl ἱερογραμματεύς sacred scribe masc nom/voc pl (parad form) …
4ἱερογραμματέων — ἱερογραμματεύς sacred scribe masc gen pl ἱερογραμματέω̆ν , ἱερογραμματεύς sacred scribe masc gen pl …
5ἱερογραμματεῦσι — ἱερογραμματεύς sacred scribe masc dat pl …
6ἱερογραμματεῦσιν — ἱερογραμματεύς sacred scribe masc dat pl …
7ἱερογραμματέως — ἱερογραμματέω̆ς , ἱερογραμματεύς sacred scribe masc gen sg ἱερογραμματεύς sacred scribe masc nom sg (epic ionic) …
8Манефон — (др. греч. Μανέθων; лат. Manetho), точнее Манетон из Себеннита  древнеегипетский историк и жрец из города Себеннита в египетской Дельте, живший во времена правления в Египте эллинистической династии Птолемеев, в конце IV  первой… …
9Mercvrivs — MERCVRIVS, i, Gr. Ἐρμῆς, ου, (⇒ Tab. X. & ⇒ XV.) 1 §. Namen. Den lateinischen Namen hat er am richtigsten von Merx, mercis, Waare. Festus l. XI. p. 237. & Serv. ad Virg. Aen. IV. v. 638. Es sind also nichts, als weit gesuchte Dinge, wenn ihn… …
10ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας …
- 1
- 2