ἱερακίσκος

  • 1ιερακίσκος — ἱερακίσκος, ὁ (Α) μικρό γεράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ιέραξ*] …

    Dictionary of Greek

  • 2-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …

    Dictionary of Greek

  • 3ιέραξ — Γένος αρπακτικών πουλιών, της οικογένειας των ιερακιδών, γνωστό κυρίως με το όνομα γεράκι (βλ. λ.). * * * ὁ (ΑΜ ἱέραξ, ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ) το πτηνό γεράκι («ἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. είδος ψαριού 2. ονομασία… …

    Dictionary of Greek

  • 4ἱερακίσκον — ἱερᾱκίσκον , ἱερακίσκος masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)