ἱερά
1ἱερά — ἱερά̱ , ἱερά serpent fem nom/voc/acc dual ἱερά̱ , ἱερά serpent fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἱερά̱ , ἱερή fem nom/voc/acc dual ἱερά̱ , ἱερή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἱερόν neut nom/voc/acc pl ἱερός filled with neut nom/voc/acc pl… …
2Ἱερά — Ἱερά̱ , Ἱερή fem nom/voc/acc dual Ἱερά̱ , Ἱερή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
3Ἱέρα — Ἱέρᾱ , Ἱέρη fem nom/voc/acc dual Ἱέρᾱ , Ἱέρη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
4ἱερᾷ — ἱερά serpent fem dat sg (attic doric aeolic) ἱεράομαι to be a priest pres subj mp 2nd sg ἱεράομαι to be a priest pres ind mp 2nd sg (epic) ἱεράζω serve as priest fut ind mid 2nd sg (epic) ἱεράζω serve as priest fut ind act 3rd sg (epic) ἱερή fem… …
5Ἱέρᾳ — Ἱέρᾱͅ , Ἱέρη fem dat sg (attic doric aeolic) …
6Ἱερὰ ἄγκορα. — ἱερὰ ἄγκορα. См. Якорь спасения …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7Ιερά οδός — Η αρχαία οδική αρτηρία που συνέδεε την Αθήνα με την Ελευσίνα. Ονομάστηκε Ιερά επειδή από εκεί περνούσε η πομπή των Μεγάλων Ελευσινίων. Η αφετηρία της βρίσκεται στην Ιερά Πύλη στον Κεραμεικό και ακολουθεί σχεδόν στα ίχνη του σημερινού ομώνυμου… …
8-ιέρα — κατάληξη θηλ. ουσ. τα οποία αποτελούν μεταφορά στην Ελληνική τόσο ιταλικών λέξων που σημαίνουν θήκη, δοχείο (πρβλ. σαλτσιέρα < salsiera), ταμπακιέρα < tabacchiera), φρουτιέρα < fruttiera) όσο και γαλλικών (πρβλ. γκαρσονιέρα <… …
9Ιερά — Τοπωνύμια της αρχαιότητας. 1. Ηφαιστειογενές νησί στα Β της Σικελίας, στο σύμπλεγμα των Λιπάρων ή Αιολίδων νήσων. Λεγόταν αρχαιότερα Θηρασία και Θέρμησσα και τη θεωρούσαν ιερό νησί του Ηφαίστου, που είχε εκεί τα σιδηρουργεία του. Είναι το… …
10Ἱερᾷ — Ἱερή fem dat sg (attic doric aeolic) …