1ιεμένως — ἱεμένως (Α) επίρρ. πρόθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ιέμενος τού ιέμαι] …
Dictionary of Greek
2ἱεμένως — ἵημι Ja c io pres part mid masc acc pl (doric) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)