ἱδρώ-ω

  • 11ζεστοκοπώ — άω ζεσταίνομαι ή ζεσταίνω πολύ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέστη + κοπώ* (πρβλ. γλεντο κοπώ, ιδρω κοπώ)] …

    Dictionary of Greek

  • 12ιδρώεις — ἱδρώεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει ιδρώτα 2. αυτός που προκαλεί ιδρώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ιδρω (τού ιδρώς, ώτος) + εις (πρβλ. ευρώ εις)] …

    Dictionary of Greek

  • 13ιδρώνω — (ΑΜ ἱδρῶ, όω, Μ και ἱδρώνω, Α και ἱδρώω) [ιδρώς] εκκρίνω ιδρώτα νεοελλ. 1. κοπιάζω, μοχθώ («ιδρώνει να βγάλει το ψωμί του») 2. (για φυτά ή και πράγματα) εκβάλλω από τους πόρους μου σταγονίδια υγρού («ίδρωσε ο τοίχος») 3. κάνω κάποιον να ιδρώσει 4 …

    Dictionary of Greek

  • 14ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …

    Dictionary of Greek

  • 15ιδρώω — ἱδρώω (Α) [ιδρώς] ασυναίρ. τ. τού ιδρώ …

    Dictionary of Greek

  • 16καθιδρώ — καθιδρῶ, όω (AM) [κάθιδρος] (επιτατ. τού ιδρώ, όω) είμαι καταϊδρωμένος, ιδρώνω πολύ, λούζομαι στον ιδρώτα …

    Dictionary of Greek

  • 17κληρωτήριον — κληρωτήριον, τὸ (Α) 1. (στην αρχαία Αθήνα) ο τόπος στο θέατρο όπου συνεδρίαζαν οι άρχοντες και οι δικαστές, οι κληρωτοί 2. η κληρωτίδα («τὰ δὲ κληρωτήρια ποῑ τρέψεις;», Αριστοφ.) 3. τόπος όπου γίνονταν εκλογές αρχόντων, δικαστών κ.λπ. με κλήρωση… …

    Dictionary of Greek

  • 18περιιδρώ — όω, Α ιδρώνω ολόκληρος, σε όλο μου το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἱδρῶ «ιδρώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 19προσιδρώ — όω, Α [ἱδρῶ] ιδρώνω ή κοπιάζω επί πλέον …

    Dictionary of Greek

  • 20προϊδρώ — όω, Α ιδρώνω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἱδρώ «ιδρώνω»] …

    Dictionary of Greek