ἱδρώεις

  • 1ιδρώεις — ἱδρώεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει ιδρώτα 2. αυτός που προκαλεί ιδρώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ιδρω (τού ιδρώς, ώτος) + εις (πρβλ. ευρώ εις)] …

    Dictionary of Greek

  • 2ἱδρώεντ' — ἱδρώεντα , ἱδρώεις causing sweat neut nom/voc/acc pl ἱδρώεντα , ἱδρώεις causing sweat masc acc sg ἱδρώεντι , ἱδρώεις causing sweat masc/neut dat sg ἱδρώεντε , ἱδρώεις causing sweat masc/neut nom/voc/acc dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …

    Dictionary of Greek