ἰή-κοπος

  • 81σταυροκοπούμαι — έομαι και σταυροκοπιέμαι Ν κάνω πολλές φορές το σημείο τού σταυρού, κάνω πολλές φορές τον σταυρό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + κοπούμαι (< κόπος < κόπος < κόπτω)] …

    Dictionary of Greek

  • 82στυφοκόπος — ὁ, Α (στην κωμωδία) ο ορτυγοκόπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στύπος (Ι) «κορμός» + κόπος (< κόπτω), πρβλ. ορτυγο κόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 83σχοινοκοπώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) θερίζω σχοίνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + κοπῶ (< κόπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 84τραχηλοκοπώ — έω, Α αποκεφαλίζω, καρατομώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κοπῶ (< κοπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κοπώ, ορτυγο κοπώ] …

    Dictionary of Greek

  • 85υλοκόπος — ὁ, Α υλοτόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 86υπόκοπος — ον, ΜΑ λίγο κουρασμένος («ἐὰν ᾖ ἐξ ὁδοιπορίας ὁ ἵππος ὑπόκοπος», Ιππιατρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κόπος (πρβλ. κατά κοπος)] …

    Dictionary of Greek

  • 87φρασεοκόπος — ο, Ν φλύαρος, πολυλογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φράσις, εως + συνδ. φωνήεν ο + κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 88ψωλοκοπούμαι — έομαι, Α αυνανίζομαι, ψωλοκοπανώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωλή + κοποῦμαι (< κόπος < κόπος)] …

    Dictionary of Greek

  • 89pekʷ- (*kʷekʷhō) —     pekʷ (*kʷekʷhō)     English meaning: to cook     Deutsche Übersetzung: “kochen”     Grammatical information: participle pekʷ to “cooked, boiled”     Material: O.Ind. pácati, Av. pačaiti “kocht, bäckt, brät” (= Lat. coquō, Welsh pobi, Alb.… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 90копа — I копа I. куча сена, ржи (60 снопов, яиц); общинная сходка крестьян , укр. копа кладь хлеба из 60 снопов , болг. копа куча , сербохорв. ко̏па стог , словен. kopa куча, стог , чеш., слвц., польск., в. луж., н. луж. kора куча , полаб. küöра 60 штук …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера