ἰή-κοπος
71ορθοκόπος — ὀρθοκόπος, ὁ (Α) πιθ. πελεκητής λίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κόπος (< κόπτω), πρβλ. λιθο κόπος] …
72ορτυγοκόπος — ὀρτυγοκόπος ον (Α) ικανός στην παιδιά τής ορτυγοκοπίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρτυξ, υγος + κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος] …
73οστεοκόπος — ο (Α ὀστεοκόπος και ὀστοκόπος) νεοελλ. φρ. «οστεοκόπος πόνος» ισχυρός πόνος, σαν να σπάζουν τα οστά, που εμφανίζεται κατά το δεύτερο στάδιο τής σύφιλης στο κρανίο, στην περόνη και στην κλείδα αρχ. φλεγμονώδης προσβολή κατά την οποία ο ασθενής… …
74οχλοκόπος — ὀχλοκόπος, ον (ΑΜ) αυτός που επιδιώκει να αποκτήσει την εύνοια τού λαού με κάθε τρόπο και κυρίως με τις κολακείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + κόπος (< κόπτω). πρβλ. δημο κόπος] …
75πετροκόπος — ο, ΝΜ αυτός που κατεργάζεται την πέτρα, ο λιθοξόος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος] …
76πισσοκόπος — ον, Α 1. αυτός που αλείφει με πίσσα, που πισσώνει κάτι 2. αυτός που κάνει αποτρίχωση με επάλειψη μίγματος πίσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος] …
77πολιτοκόπος — ον, Α δημοκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολίτης + κόπος (< κόπτω), πρβλ. δημο κόπος] …
78πολύκοπος — ον, Α ο με πολλούς κοπετούς, με θρηνητικά χτυπήματα στο στήθος ή αυτός που επιφέρει πολύ κόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κόπος «χτύπημα, πλήγμα» (< κόπτω), πρβλ. νεό κοπος] …
79σητόκοπος — ον, Α σαρακοφαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σής, σητός «σκόρος» + κόπος (< κόπτω), πρβλ. νεό κοπος] …
80σιγαροκόπος — ο, Ν μικρό κοπτικό εργαλείο σε σχήμα λαβίδας που χρησιμεύει για την κοπή τού άκρου τού πούρου για να διευκολυνθεί έτσι το κάπνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγάρο «πούρο» + κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος] …