ἰή-κοπος
61λατινικόκοπος — λατινικόκοπος, ον (Μ) (για ένδυμα) κομμένος και ραμμένος κατά τη λατινική, τη φράγκικη συνήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατινικός + κόπος < κόπτω (πρβλ. νεό κοπος)] …
62ματαιοκόπος — ματαιοκόπος, ον (Μ) αυτός που μάταια κοπιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + κόπος (πρβλ. λαμνο κόπος)] …
63μελοκόπος — μελοκόπος, ον (Α) αυτός που ακρωτηριάζει τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + κόπος (< κόπτω) πρβλ. ξυλο κόπος] …
64μεσόκοπος — η, ο (Α μεσόκοπος, ον) αυτός που έχει μέση ηλικία, ο μεσήλικος αρχ. ο μέτριος ως προς το μήκος, ούτε μακρύς ούτε κοντός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κόπος (πρβλ. νεό κοπος)] …
65μονόκοπος — μονόκοπος, ον (Μ) αυτός που κόπηκε μόνο μία φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κόπος (< κόπτω), πρβλ. νεό κοπος] …
66μυλοκόπος — ο (Α μυλοκόπος, ον) αυτός που κόβει, που κατεργάζεται τους μυλίτες λίθους, τις μυλόπετρες αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ μυλοκόπος το ψάρι μύλλος, το μυλοκόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη / μύλος + κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος] …
67νεόκοπος — και νιόκοπος, η, ο (Α νεόκοπος, ον) 1. αυτός που κόπηκε πριν από λίγο, φρεσκοκομμένος 2. (κατ επέκτ.) ο πρόσφατος νεοελλ. 1. (ειδικά) (για νομίσματα) αυτός που κόπηκε πρόσφατα για να μπει στην κυκλοφορία ή έχει μπει πρόσφατα στην κυκλοφορία 2.… …
68νυχτοκόπος — ο 1. αυτός που περιπλανάται τη νύχτα, νυχτοπόρος 2. ως κύριο όν. Νυχτοκόπος ο πλανήτης Δίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + κόπος (< κόπτω), πρβλ. λαμνο κόπος] …
69ξυλοκόπος — (xylocopa). Υμενόπτερο έντομο της οικογένειας των απιδών. Πρόκειται για διάφορες μέλισσες που ακολουθούν μοναχικό τρόπο ζωής. Μοιάζουν με μεγάλες σφήκες και έχουν φτερά σταχτιά με θαλασσιές ανταύγειες, κεφάλι παχύ και φαρδύ και σώμα σκεπασμένο με …
70ονοκόπος — ὀνοκόπος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που κόβει, που κατεργάζεται μυλόπετρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κόπος (< κόπτω), πρβλ. θυρο κόπος] …