ἰή-κοπος

  • 51ευπερίκοπος — εὐπερίκοπος, ον και εὐπερίκοπτος, ον (Α) απλός, αυτός που δεν είναι τυπικός, που αποφεύγει τις μακρολογίες και τις τυπικές εκφράσεις («τὰς ἐντεύξεις εὐπερίκοπτος», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί κοπος (< περι κόπτω), πρβλ. α περί κοπος] …

    Dictionary of Greek

  • 52καρδιοκοπώ — καρδιοκοπῶ (Μ) οδύρομαι από τα βάθη τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + κοπῶ (< κόπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπώ, σφυρο κοπώ] …

    Dictionary of Greek

  • 53καταπετροκοπώ — καταπετροκοπῶ, έω (Α) σπάζω κάτι χτυπώντας το στις πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πέτρα + κοπῶ (< κόπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. γρονθο κοπώ, φυλλο κοπώ] …

    Dictionary of Greek

  • 54καυλοκοπώ — καυλοκοπῶ, έω (Μ) αποκόπτω τον καυλό, το πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καυλός «πέος» + «κοπῶ (< κόπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπῶ, ξυλο κοπῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 55κλαδοκοπώ — κλαδοκοπῶ, έω (Μ) κόβω κλαδιά δέντρου, κλαδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι) + κοπώ (< κόπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. δενδρο κοπώ, ξυλο κοπώ] …

    Dictionary of Greek

  • 56κλοτσοκοπώ — κλοτσοκοπῶ, έω (Μ) δίνω αλλεπάλληλες και δυνατές κλοτσιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλοτσῶ + κοπῶ (< κόπος < κόπος), πρβλ. ιδρο κοπώ, ξυλο κοπώ] …

    Dictionary of Greek

  • 57κλωνοκοπώ — κλωνοκοπῶ, έω (AM) μσν. χτυπώ τα κλαδιά αρχ. κόβω τα κλαδιά, κλαδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶνος + κοπῶ (< κόπος < κόπος), πρβλ. δενδρο κοπώ, ξυλο κοπώ] …

    Dictionary of Greek

  • 58κοπίτσιν — κοπίτσιν, τὸ (Μ) κόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπος + υποκορ. κατάλ. ίτσιν (πρβλ. κομματ ίτσιν, κρομμυδ ίτσιν)] …

    Dictionary of Greek

  • 59κρανοκοπώ — κρανοκοπῶ, έω (Α) κόβω τις κορυφές, κορφολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κρᾶνον (βλ. λ. κρανίον) + κοπῶ (< κόπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. αργυρο κοπώ, πετρο κοπώ] …

    Dictionary of Greek

  • 60κόπια — (I) η (Μ κόπια) πανομοιότυπο εγγράφου, εντύπου ή ζωγραφικού έργου, αντίτυπο, αντίγραφο νεοελλ. 1. το αντιγραφικό πιεστήριο, το μηχάνημα που βγάζει αντίγραφα 2. καθετί που απομιμείται κάτι 3. εμπορικό βιβλίο που περιέχει αντίγραφα επιστολών.… …

    Dictionary of Greek