ἰή-κοπος

  • 41χαρακοκόπος — ον, Α ο αρμόδιος να κόβει αιχμηρούς πασσάλους, χάρακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάραξ, ακος + κοπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ἀργυρο κόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 42χειροκόπος — ον, Μ αυτός που κόβει τα χέρια, που εκτελεί την ποινή τής αποκοπής τών χεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 43χερσοκόπος — ὁ, Α αυτός που καθαρίζει και οργώνει χέρσα έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξνλο κόπος, ὑλο κόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 44χορτοκόπος — ο / χορτοκόπος, ον, ΝΜΑ αυτός που κόβει χόρτο, ιδίως για ζωοτροφή νεοελλ. εργαλείο για την κοπή χόρτου αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ χορτοκόπον χορτοκόπιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 45χρεωκόπος — και χρεοκόπος, ο, ΝΜΑ νεοελλ. 1. πρόσωπο που αδυνατεί να πληρώσει τα χρέη του, που κήρυξε χρεωκοπία 2. μτφ. άτομο αποτυχημένο και αναξιόπιστο μσν. αρχ. άσωτος, σπάταλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος* / χρέως + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο… …

    Dictionary of Greek

  • 46DECANUS — I. DECANUS Gr. Δέκανος, a δεκὰς, in militia dictus est, qui 10. mulitibus: in Monasteriis qui 10. monachis in Eccl. maiori, 10. praebendis seu Canonicis, plerumque Presbyteris: idoque et ipse Archiepresbyter habetur: in Episcopatus divisione 10.… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 47-κόπι — β συνθετικό παρασύνθετων ονομάτων από ρ. σε κοπώ* (πρβλ. ιδρο κόπι < ιδρο κοπώ) ή από ουσ. σε κόπος* ή, σπανίως, σε κοπή (πρβλ. βωλο κόπι < βωλο κόπος, γιδο κόπι < γιδο κοπή). Τα μεταρρηματικά παρ. δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια τού… …

    Dictionary of Greek

  • 48άκοπος — (I) η, ο (Α ἄκοπος, ον) (και άκοβος, η, ο) αυτός που δεν έχει κοπεί σε κομμάτια, ο ολόκληρος νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει κοπεί, δεν έχει αφαιρεθεί από τον κορμό, τη ρίζα, τον μίσχο (αποδίδεται σε κλαδιά, καρπούς, φυτά κ.λπ.) 2. όποιος δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 49ετερόκοπος — ἑτερόκοπος, ον (Μ) (για ξίφος) αυτός που είναι ακονισμένος στο ένα μέρος («ἑτερόκοπα ξίφη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + κοπος (< κόπτω), πρβλ. ά κοπος] …

    Dictionary of Greek

  • 50ετοιμοκοπία — ἑτοιμοκοπία και ιων. τ. ἑτοιμοκοπίη, ἡ (Α) εκούσιος κόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + κοπία (< κόπος)] …

    Dictionary of Greek