ἰή-κοπος

  • 31πρωτόκοπος — ον, Α (για χόρτο) αυτός που κόπηκε για πρώτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + κοπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. μεσό κοπος] …

    Dictionary of Greek

  • 32πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… …

    Dictionary of Greek

  • 33ριζοκόπος — ο, Ν αυτός που κόβει και μαζεύει τις ρίζες τών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 34σεμνοκόπος — ον, Α αυτός που μιλά με κομπορρημοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 35στρατοκόπος — ο, Ν οδοιπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στράτα + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 36συμβολοκόπος — ον, Α αυτός που μετέχει συχνά σε συμβολή, σε ερανικό συμπόσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμβολή + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ὑλο κόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 37σφυροκόπος — ο / σφυροκόπος, ον, ΝΑ αυτός που κατεργάζεται μέταλλα με τη σφύρα, σφυρηλάτης αρχ. (το αρσ. ως κύριο όν.) Σφυροκόπος τίτλος έργου τού Σοφοκλέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 38υπέρκοπος — ον, Α 1. αυτός που υπερβαίνει κάθε μέτρο, κάθε όριο 2. (κατ επέκτ.) θρασύς, αυθάδης, αλαζονικός 3. υπερβολικά κουρασμένος, κατάκοπος. επίρρ... ὑπερκόπως Α με υπέρμετρα αυθάδη ή αλαζονικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + κοπος (< κόπος < κόπτω) …

    Dictionary of Greek

  • 39φαντασιοκόπος — ο / φαντασιοκόπος, ον, ΝΜΑ αυτός που πλάθει με την φαντασία του πράγματα ανύπαρκτα ή αδύνατα και απραγματοποίητα, αυτός που βρίσκεται εκτός πραγματικότητας, φαντασιόπληκτος αρχ. 1. απατεώνας 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φαντασιοκόπον ταχυδακτυλουργία.… …

    Dictionary of Greek

  • 40φυλλοκόπος — ὁ, Α κλαδευτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος, χορτο κόπος] …

    Dictionary of Greek