ἰή-κοπος

  • 121γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …

    Dictionary of Greek

  • 122γυαλοκοπώ — ( άω) είμαι στιλπνός, λάμπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυαλί + κοπώ < κόπος < κόπτω (πρβλ. βρομοκοπώ, γλεντοκοπώ, μεθοκοπώ)] …

    Dictionary of Greek

  • 123δαδοκόπος — ο αυτός που σχίζει ξύλα σε μικρά κομμάτια, σε δαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < < δάδα + κόπος < κόπτω] …

    Dictionary of Greek

  • 124δειλοκοπώ — δειλοκοπῶ ( έω) (Α) εξαπατώ ή τρομοκρατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < δειλός + κοπώ < κοπος < κόπτω (πρβλ. δοξοκοπώ, σεμνοκοπώ)] …

    Dictionary of Greek

  • 125δενδροκόπος — ο (AM δενδροκόπος) αυτός που κόβει δένδρα, ο υλοτόμος νεοελλ. ζωολ. γένος Δρυκολαπτιδών Πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχ. λ. δενδροκόπος < δένδρον + κόπος < κόπτω] …

    Dictionary of Greek

  • 126δεξιοκοπώ — δεξιοκοπῶ ( έω) (Μ) κόβω το δεξί χέρι κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + κοπώ < κοπος < κόπτω] …

    Dictionary of Greek

  • 127δερνοκοπιέμαι — κόπτομαι, θρηνώ, χτυπώ τα στήθια μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρνω + κοπιέμαι < κοπώ < κόπος < κόπτω (πρβλ. στηθοκοπιέμαι)] …

    Dictionary of Greek

  • 128δημοκόπος — ο (Α δημοκόπος) ο δημαγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + κοπος < κόπτω] …

    Dictionary of Greek