ἰή-κοπος

  • 111ανέκοπος — η, ο 1. αυτός που γίνεται χωρίς κόπο, άκοπος 2. αυτός που δεν αισθάνεται κόπωση, ακούραστος 3. αδιάκοπος, συνεχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανε * (στερητικό) + κόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 112αργυροκόπος — ἀργυροκόπος, ο (Α) 1. ο αργυροχόος 2. αυτός που κόβει νομίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + κόπος < κόπτω] …

    Dictionary of Greek

  • 113αρνησιπονία — η η αποφυγή των κόπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρνησις ( η) + πονία < πόνος «κόπος, μόχθος». Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ι. Σούτζο] …

    Dictionary of Greek

  • 114αρτοκόπος — ἀρτοκόπος και πόπος, ο, η (Α) ο αρτοποιός, αυτός που παρασκευάζει ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρτοπόκος, με μετάθεση < αρτοπόπος, με ανομοίωση. Το β συνθετικό ποπος < * kwopos (< * pokwos, με μετάθεση) ανάγεται στη ρίζα *pekw «ψήνω, μαγειρεύω»… …

    Dictionary of Greek

  • 115αταλαίπωρος — ἀταλαίπωρος, ον (Α) 1. αυτός που γίνεται χωρίς να καταβληθεί πολύς κόπος («οὕτως ἀταλαίπωρος τοῑς πολλοῑς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας», Θουκ.) 2. ο ανίκανος να υποφέρει ταλαιπωρίες και κόπους …

    Dictionary of Greek

  • 116βαρυκόπος — ο αυτός που χτυπά με τη βαριά και σφυρηλατεί τον σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + κόπος < κόπτω] …

    Dictionary of Greek

  • 117βλαστοκοπώ — βλαστοκοπῶ ( έω) (Α) κόβω βλαστούς από δέντρο ή θάμνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλαστός + κοπώ* < κοπος < κόπτω] …

    Dictionary of Greek

  • 118βωλοκόπος — ο (Α βωλοκόπος) ο εργάτης ή ο γεωργός που κάνει το βωλοκόπημα νεοελλ. το βωλοκόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος + κόπος < κόπτω] …

    Dictionary of Greek

  • 119γλεντοκόπος — ο αυτός που γλεντοκοπά, ο γλεντζές. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλεντώ + κόπος*] …

    Dictionary of Greek

  • 120γλωσσοκοπώ — ( άω) (Μ γλωσσοκοπῶ, έω) νεοελλ. 1. φλυαρώ 2. συκοφαντώ μσν. κόβω τη γλώσσα κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + κοπώ < κοπος < κόπτω] …

    Dictionary of Greek