ἰή-κοπος

  • 11κόπους — κόπος striking masc acc pl κοπόω weary imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 12κόπων — κόπος striking masc gen pl κοπόω weary imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κοπόω weary imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 13κόπῳ — κόπος striking masc dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 14-κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… …

    Dictionary of Greek

  • 15ηλοκόπος — ἡλοκόπος, ὁ (Α), σιδηρουργός που κατασκευάζει καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + κοπος (< κόπος «κοπή»), πρβλ. αργυρο κόπος, ξυλο κόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 16θεατροκόπος — θεατροκόπος, ον (Α) αυτός που επιδιώκει επευφημίες και χειροκροτήματα με δημοκοπικά μέσα και με κολακείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κόπος. ξυλο κόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 17θυροκόπος — θυροκόπος, ον (Α) αυτός που χτυπά τις πόρτες, αυτός που ζητιανεύει, ο επαίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ηλο κόπος, ξυλο κόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 18ιδροκόπος — ο αυτός που εργάζεται καλά, ο δουλευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδρος + κοπος (< κόπος), πρβλ. δημο κόπος, ξυλο κόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 19καυλοκόπος — καυλοκόπος, ὁ (Μ) είδος σκουληκιού που κατατρώγει τους βλαστούς τών λάχανων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καυλός «βλαστός» + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος, χορτο κόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 20λυσίκοπος — λυσίκοπος, ον (Α) αυτός που απαλλάσσει από κόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + κοπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. μεσό κοπος, υπέρ κοπος] …

    Dictionary of Greek