ἰάσασθαι
1ἰάσασθαι — ἰά̱σασθαι , ἰάομαι j aor inf mp (doric aeolic) ἰάζω aor inf mid …
2εκφαυλίζω — (AM ἐκφαυλίζω) μσν. νεοελλ. κάνω κάτι ή κάποιον φαύλο, ευτελή, χειρότερο από ηθική άποψη, εξευτελίζω, διαφθείρω, εξαχρειώνω, εκφυλίζω «η φτώχεια εκφαυλίζει τους ανθρώπους» «έπειτα από κάθε πόλεμο τα ήθη εκφαυλίζονται» μσν. αρχ. περιφρονώ, θεωρώ… …
3συντρίβω — ΝΜΑ [τρίβω] 1. κάνω κομμάτια, θρυμματίζω, κατακομματιάζω (α. «το αυτοκίνητο συνετρίβη μετά τη σύγκρουση» β. «πρῶτον μὲν συνέτριβον τὰ σκευάρια», Αισχίν.) 2. (σχετικά με μέλη τού σώματος) σπάζω, κάνω θρύψαλα 3. μτφ. α) καταστρέφω ολοσχερώς,… …