ἰάσαμεν

  • 1ἰάσαμεν — ἰ̱άσαμεν , ἰάζω aor ind act 1st pl ἰάζω aor ind act 1st pl (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ιώμαι — (AM ἰῶμαι, άομαι) γιατρεύω κάποιον, τόν θεραπεύω, τού αποκαθιστώ την υγεία, τόν κάνω καλά αρχ. 1. (κυρίως για γιατρούς) περιποιούμαι 2. αντιδρώ, εξουδετερώνω κάτι («ἄκρατος ἰᾱται τὸ κώνειον», Πλούτ.) 3. διορθώνω, επιδιορθώνω («ἰᾱσθαι τὸ βλαβέν»,… …

    Dictionary of Greek