ἰάς

  • 91μυλίας — μυλίας, ου, ὁ (Α) ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε μύλο («μυλίας λίθος» η μυλόπετρα ή ο λίθος από τον οποίο κατασκευάζεται η μυλόπετρα). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. ίας (πρβλ. καπν ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 92μυρμηκίας — μυρμηκίας, ὁ (Α) φρ. α) «μυρμηκίας λίθος» είδος πολύτιμου λίθου που έχει μελανά στίγματα ή εξογκώματα όμοια με μυρμηγκιά, με ακροχορδόνα β) «μυρμηκίας χρυσός» είδος χρυσού με μελανές εκφύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, ηκος, «μυρμήγκι» + κατάλ. ίας… …

    Dictionary of Greek

  • 93μυωπίας — μυωπίας, ὁ (ΑΜ) μύωπας, κοντόφθαλμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύωψ, ωπος (Ι) + κατάλ. ίας (πρβλ. οξυωπ ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 94νεβρίας — νεβρίας, ὁ (Α) αυτός που μοιάζει με νεβρό, κατάστικτος σαν τον νεβρό («οὓς καλοῡσί τινες νεβρίας γαλεούς», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + κατάλ. ίας (πρβλ. ορνιθ ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 95νωτιάδα — και νωτιάς, η (Α νωτιάς, άδος) 1. η νωτιαία 2. φρ. «νωτιάδα φθίση» ή «νωτιάς φθίσις» πάθηση συφιλιδικής αιτιολογίας η οποία χαρακτηρίζεται από εξελικτική αλλοίωση τής ουσίας τού νωτιαίου μυελού και εκδηλώνεται με διαταραχή τής κινητικότητας και… …

    Dictionary of Greek

  • 96ξεριάς — Πεδινός οικισμός (483 κάτ., υψόμ. 100), στην επαρχία Νέστου του νομού Καβάλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ.χλμ., 483 κάτ.). * * * ο παραπόταμος που ξεραίνεται το καλοκαίρι ξεροπόταμος, χείμαρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + κατάλ. ιάς… …

    Dictionary of Greek

  • 97ξυρίας — ξυρίας, ὁ (Α) (για ηθοποιό τής τραγωδίας) ξυρισμένος («ὁ μὲν ξυρίας πρεσβύτατος τῶν γερόντων λευκὸς τὴν κόμηνπροσκείμενοι τῷ ὄγκῳ αἱ τρίχες, ὄγκος δὲ ἐστι τὸ ὑπέρ τὸ πρόσωπον ἀνέχον εἰς ὕψος λαβδοειδὲς τῷ σχήματι. τὸ δὲ γένειον ἐν χρῷ κουρίας… …

    Dictionary of Greek

  • 98οβολίας — ὀβολίας, ὁ (Α) (δ. τ. τού ὀβελίας) 1. ψωμί ψημένο σε σούβλα 2. αυτός που πουλιέται έναν οβολό («ὀβολίας ἄρτους», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + κατάλ. ίας (πρβλ. οβελ ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 99οδοντίας — ὀδοντίας, o (Μ) άτομο με πρόωρη οδοντοφυΐα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + κατάλ. ίας (πρβλ. γεροντ ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 100οιηματίας — ο (ΑΜ οἰηματίας) αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, αλαζόνας, επηρμένος, καυχησιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴημα, ατoς + κατάλ. ίας (πρβλ. εισοδηματ ίας)] …

    Dictionary of Greek