ἰάς

  • 81Τριτωνιάς — άδος, ἡ, Α η Τριτωνίς* λίμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τρίτων, ωνος + κατάλ. ιάς, ιάδος (πρβλ. οὐραν ιάς)] …

    Dictionary of Greek

  • 82γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην …

    Dictionary of Greek

  • 83καικίας — Μυθολογικό πρόσωπο. Αποτελούσε προσωποποίηση του ομώνυμου βορειοανατολικού ανέμου των αρχαίων. Ο Αριστοφάνης αναφέρει ότι ήταν άστατος άνεμος και προμηνούσε κακοκαιρία. Στο Ρολόι του Ανδρόνικου Κυρρήστου, στην Αθήνα, ο Κ. απεικονίζεται ως γέρος… …

    Dictionary of Greek

  • 84καταπορθμίας — καταπορθμίας, ὁ (Α) ανατολικός άνεμος που πνέει από τον πορθμό και ειδικώς από τον πορθμό τής σικελικής Μεσσήνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατὰ πορθμόν και σχηματισμένο κατά τα ονόματα ανέμων εις ιας (πρβλ. ολυμπ ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 85κωφίας — κωφίας, ὁ (Α) είδος φιδιού, πιθ. ο τυφλίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωφός + κατάλ. ίας (πρβλ. τυφλ ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 86λεβίας — λεβίας, ὁ (Α) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα ίας* (πρβλ. ξιφ ίας) και, κατά μία άποψη, συνδέεται με το αιγυπτ. ἀλάβης, είδος ψαριού] …

    Dictionary of Greek

  • 87λοφίας — λοφίας, ιων. τ. λοφίης, ὁ (Α) (για ψάρι) 1. αυτός που έχει πτερύγιο στη ράχη του 2. ο λοφαδίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος + επίθημα ίας (πρβλ. ακανθ ίας) …

    Dictionary of Greek

  • 88λοχίας — ο στρατ. υπαξιωματικός τού στρατού ξηράς μεταξύ τών βαθμών τού επιλοχία και τού δεκανέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «στρατιωτικό σώμα» + κατάλ. ίας (πρβλ. κτηματ ίας, σμηνίας). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …

    Dictionary of Greek

  • 89μανιάς — μανιάς, άδος, ἡ (Α) ως επίθ. μανιώδης, εμμανής («μανιάσιν νόσοις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαν τού μαίνομαι + κατάλ. ιάς (πρβλ. σηπ ιάς)] …

    Dictionary of Greek

  • 90μαστιγίας — μαστιγίας, ὁ (Α) 1. (για δούλους) αυτός που άξιζε να μαστιγωθεί ή αυτός που μαστιγωνόταν συχνά 2. μτφ. τιποτένιος, ελεεινός, χαμένος ή και κακός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ ιγος + κατάλ. ίας (πρβλ. θαλαμ ίας)] …

    Dictionary of Greek