ἰάς

  • 71χρηματίας — ὁ, Α ο κάτοχος πολλών χρημάτων, πλούσιος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + κατάλ. ιας (πρβλ. πλασματ ίας, τραυματ ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 72РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 73Μηλιάς — Μηλιάς, άδος, ἡ (Α) 1. η Μηλία γη, δηλ. είδος χώματος τής νήσου Μήλου 2. στον πληθ. αἱ Μηλιάδες α) οι νύμφες τών οπωροφόρων δένδρων, ιδίως τής μηλιάς β) οι νύμφες τών ποιμνίων γ) οι νύμφες τής θεσσαλικής χώρας Μηλίδος ή Μηλίας («πατρίαν ἄγει πρὸς …

    Dictionary of Greek

  • 74Ναϊάδα — η (Α Ναϊάς, ιων. τ. Νηϊάς) συν. στον πληθ. οι Ναϊάδες (ελλ. μυθ.) νύμφες τών γλυκών νερών, πηγών, ποταμών, λιμνών κ.λπ., σε αντιδιαστολή προς τις Νηρηίδες, που ήταν νύμφες τών θαλασσών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από το θ. νᾱ τού ρ. νάω «ρέω» με… …

    Dictionary of Greek

  • 75Παλλαντιάς — Παλλαντιάς, ἡ (Α) φρ. «Παλλαντιάς κόρη» η Παλλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλλας, αντος + κατάλ. ιάς (πρβλ. Παιων ιάς)] …

    Dictionary of Greek

  • 76Παρνασιάς — και ιων. τ. Παρνησιάς και Παρνασσίς και Παρνησίς, ἡ, Α αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό («μολεῑν... Παρνασίαν ὑπὲρ κλιτύν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Παρνασ(σ)ός + επίθημα ιάς (πρβλ. Κρον ιάς)] …

    Dictionary of Greek

  • 77Σεβαστιάς — άδος, ἡ, Α η σύζυγος τού αυτοκράτορα, αλλ. Σεβαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεβαστός + κατάλ. ιάς (πρβλ. σθεν ιάς)] …

    Dictionary of Greek

  • 78Σπαρτιάς — άδος, ἡ, Α Σπαρτιάτισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σπάρτη + κατάλ. ιάς (πρβλ. Ολυμπ ιάς)] …

    Dictionary of Greek

  • 79Σταμνίας — ὁ, Α κωμ. προσωνυμία τού πατέρα τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάμνος + επίθημα ίας (πρβλ. καπν ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 80Στρυμονίας — και ιων. τ. Στρυμονίης, ὁ, Α (στη Θράκη) ονομασία ανέμου που έπνεε από τον ποταμό Στρυμόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Στρυμών, όνος + κατάλ. ίας (πρβλ. Ολυμπ ίας)] …

    Dictionary of Greek