ἰάς
61σαπρίας — ὁ, Α (ενν. οἶνος) παλαιό και ευώδες γλυκό κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός (για κρασί) «παλιό, γινωμένο, με γλυκιά γεύση» + επίθημα ίας (πρβλ. κων ίας, ομφακ ίας)] …
62σηπία — η, ΝΜΑ 1. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, δεκάποδων κεφαλόποδων μαλακίων, κοινότατο στις ελληνικές ακτές, γνωστό με την κοινή, σήμερα, ονομασία σουπιά 2. τύπος μελάνης που εκκρίνεται από τα διβράγχια κεφαλόποδα μαλάκια και, κυρίως, από… …
63σκοτίας — ου, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που κρύβεται και ζει στο σκοτάδι, δούλος, δραπέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότιος «μαύρος, σκοτεινός, παράνομος» + επίθημα ίας (πρβλ. ἀνθρακ ίας, πωγων ίας)] …
64συκοφαντίας — ὁ, Α (ενν. ἄνεμος) κωμική λ. πλασμένη αναλογικά προς τη λ. καικίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συκοφάντης + επίθημα ίας (πρβλ. καικ ίας, Ολυμπ ίας)] …
65τευθιάς — άδος, ἡ, Α τευθίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τευθίς* με επίθημα ιάς, ιάδος (πρβλ. νησ ιάς, ποντ ιάς)] …
66τραυματίας — ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. τρωματίας Α αυτός που φέρει τραύμα, τραυματισμένος, λαβωμένος (α. «τραυματίας πολέμου» αυτός που τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια πολεμικής ενέργειας και, κατ επέκτ., αυτός που έχει υποστεί μόνιμη σωματική βλάβη από τραυματισμό… …
67τρυφητίας — ὁ, ΜΑ τρυφητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφητής + κατάλ. ίας (πρβλ. ορμητ ίας, τολμητ ίας)] …
68φυματίας — ὁ, Α 1. αυτός που έχει φύματα, εξογκώματα ή οιδήματα στο σώμα 2. φυματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦμα, φύματος + κατάλ. ίας* (πρβλ. πλασματ ίας, τραυματ ίας)] …
69χασματίας — ο, ΝΜΑ είδος δυνατού σεισμού που προξενεί ρωγμές στο έδαφος μσν. φρ. «δράκοντες χασματίαι» δράκοι με μεγάλα και πολύ ανοιχτά στόματα (Κ Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάσμα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. στιγματ ίας, τραυματ ίας)] …
70χελωνιάς — άδος, ἡ, Α ονομασία σκαθαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνη + κατάλ. ιάς (πρβλ. δελφιν ιάς, σηπ ιάς)] …