ἰάς
31κομματίας — κομματίας, ὁ (Α) αυτός που μεταχειρίζεται μικρές προτάσεις κατά την ομιλία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμα, ατος «μικρό μέρος περιόδου, κώλον» + επίθημα ίας (πρβλ. δογματ ίας, τραυματ ίας)] …
32κοπρίας — κοπρίας, ου, ὁ (Α) 1. αυτός που είναι από κοπριά, αυτός που αρέσκεται να ζει σε κοπριά 2. συν. στον πληθ. (για γελωτοποιούς) οἱ κοπρίαι βρομεροί, αισχροί άνθρωποι, κοπρίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + κατάλ. ίας (πρβλ. εγκληματ ίας, χαλαζ ίας)] …
33κορακίας — Πτηνό της οικογένειας των κορακιδών, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι Coracias garrulus. Το σώμα του έχει μήκος περίπου 30 εκ., μπλε και πράσινο φτέρωμα και καστανοκόκκινη ράχη. Ο κ. είναι κυρίως εντομοφάγος, αν και τρέφεται και με μικρά… …
34κοχλίας — I (Ανατ.). Δομή του εσωτερικού αφτιού. Αποτελείται από έναν ελικοειδή σωλήνα που μοιάζει με κοχλία και διαιρείται σε τρία τμήματα, γεμάτα με υγρό (περιλέμφος). Τα δύο από αυτά αποτελούν κανάλια για τη μετάδοση της υδραυλικής πίεσης και το τρίτο… …
35κραυγίας — κραυγίας, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) φρ. «κραυγίας ἵππος» ίππος που ενοχλείται και ταράζεται από τις κραυγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραυγή + επίθημα ίας (πρβλ. κολπ ίας, κοχλ ίας)] …
36κρηναίος — α, ο (Α κρηναῑος και κρηνιαῑος, αία, ον, θηλ. και κρηνιάς) αυτός που προέρχεται από κρήνη («τυγχάνει δὲ καὶ ἄλλο σφι ὕδωρ κρηναῑον ἐόν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. αῖος (πρβλ. αγορ αίος, μοιρ αίος). Ο τ. κρηνιάς < κρήνη + επίθημα ιάς …
37κροκίας — κροκίας, ὁ (Α) λίθος με χρώμα κρόκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα ίας (πρβλ. καπν ίας, καρχαρ ίας)] …
38κροκοδιλιάς — κροκοδιλιάς, άδος, ἡ (Α) κροκοδίλεον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + επίθημα ιάς (πρβλ. ιερακ ιάς, νησ ιάς)] …
39κροταλίας — Κοινή ονομασία διαφόρων ιοβόλων φιδιών που υπάγονται στα γένη Crotalus και Sistrurus της οικογένειας viperidae της τάξης των λεπιδωτών. Η ονομασία οφείλεται στο γεγονός ότι τα φίδια αυτά κροταλίζουν (κάνουν κρότο) με 5 6 κερατοειδείς δακτυλίους… …
40κτηματίας — και χτηματίας, ο κάτοχος μεγάλης ακίνητης, ιδίως αγροτικής, περιουσίας, ο οποίος συνήθως ζει από τα εισοδήματά της. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + κατάλ. ίας (πρβλ. αισθηματ ίας, εισοδηματ ίας). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο] …