ἰάς

  • 21ηπατίας — ἡπατίας, o (Α) ηπατικός («ἡπατίαι λοβοί», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, ατος + κατάλ. ίας (πρβλ. ασθματ ίας, ιζηματ ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 22κανονίας — κανονίας, ὁ (Α) άνθρωπος λεπτός και ψηλός, με ευθυτενές ανάστημα, ευθύς σαν κανόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανών, όνος + κατάλ. ίας*, πρβλ. αισθηματ ίας, εγκληματ ίας] …

    Dictionary of Greek

  • 23καπνίας — ο (Α καπνίας) νεοελλ. ορυκτό με σκούρο χρώμα, παραλλαγή τού κρυσταλλικού χαλαζία αρχ. 1. ο καπνισμένος 2. είδος πολύτιμου λίθου 3. κωμική ονομασία τού κωμωδιογράφου Εκφαντίδου 4. φρ. «καπνίας οἶνος» α) ο οίνος που έχει γεύση καπνού επειδή είχε… …

    Dictionary of Greek

  • 24καρχαρίας — Κοινή ονομασία διαφόρων σελαχίων ψαριών της τάξης των σκουαλιμόρφων (σελαχοειδή πλαγιόστομα). Τα ψάρια αυτά χαρακτηρίζονται κυρίως από το κοντό ρύγχος, το πολύ μακρύ και λεπτό σώμα, την απουσία εδραίου πτερυγίου, την παρουσία 5 6 βραγχιακών… …

    Dictionary of Greek

  • 25καχρυδίας — καχρυδίας, ὁ (Α) 1. (ενν. άρτος) αυτός που έχει κατασκευαστεί από καβουρντισμένο κριθάρι 2. φρ. «καχρυδίας πυρός» είδος σιταριού που μοιάζει με κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κάχρυδ (κάχρυς, υδος) + κατάλ. ίας (πρβλ. κλιμακ ίας, τραπεζ ίας)) …

    Dictionary of Greek

  • 26κεγχρίας — ο (ΑΜ κεγχρίας, ὁ) νεοελλ. φρ. ιατρ. «κεγχρίας πυρετός» λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από άφθονο ιδρώτα και από εμφάνιση ιδρώων στο δέρμα αρχ. 1. αυτός που μοιάζει με κεχρί 2. φίδι που έχει στο δέρμα του εξογκώματα όμοια με κεχρί 3. φρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 27κερατίας — ο (ΑΜ κερατίας) νεοελλ. ζωολ. γένος λοφιόμορφων τελεόστεων οστεϊχθύων τής οικογένειας ceratiidae μσν. ο κερατάς αρχ. 1. αυτός που έχει κέρατα, ο κερασφόρος 2. είδος κομήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + κατάλ. ίας (πρβλ. αισθηματ ίας, εγκληματ ίας) …

    Dictionary of Greek

  • 28κλιματίας — κλιματίας, ὁ (Α) (ενν. σεισμός) ο επικλίντης*, δηλ. ο σεισμός που δονεί τη γη κατά οξείες γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίμα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. αινιγματ ίας, τραυματ ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 29κνηκίας — κνηκίας, δωρ. τ. κνακίας, ὁ (Α) ονομασία τού λύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + κατάλ. ίας (πρβλ. βομβυκ ίας, κροκ ίας). Ο λύκος ονομάστηκε έτσι από το πυρρόξανθο χρώμα του] …

    Dictionary of Greek

  • 30κολίας — ο (Α κολίας) είδος τού ψαριού σκόμβρος, κολιός νεοελλ. ζωολ. πολύχρωμες πεταλούδες τών οποίων οι κάμπιες προκαλούν ζημιές σε διάφορα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα ίας*, που απαντά συχνά σε ονομασίες ζώων και ειδικά ψαριών …

    Dictionary of Greek