ἰάς

  • 121πλασματίας — ὁ, Α 1. πλαστός, ψεύτικος 2. αυτός που είναι επιρρεπής στις επινοήσεις και στα ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάσμα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. τραυματ ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 122πλατανιάς — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.), στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας, του νομού Αιτωλοαρνανίας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κυδωνίας, του νομού Χανίων. 3. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ.), στην πρώην… …

    Dictionary of Greek

  • 123πνευματίας — ου, ὁ, ΜΑ αυτός που παράγει αέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, ατος + κατάλ. ίας (πρβλ. πνευμον ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 124πνευμονίας — ὁ, Α αυτός που ανήκει στους πνεύμονες («πνευμονίαι λοβοί», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμων, ονος + κατάλ. ίας (πρβλ. πνευματ ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 125ποικιλίας — ὁ, Α είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + κατάλ. ίας (πρβλ. ορθ ίας) πιθ. λόγω τού χρώματος τού ψαριού] …

    Dictionary of Greek

  • 126πολυχρηματίας — ὁ, Α αυτός που έχει πολλά χρήματα, πολύ πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυχρήματος + κατάλ. ίας* (πρβλ. οξύθυμος: οξυθυμ ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 127ποντιάς — άδος, η, ΝΑ αυτή που ανήκει στον πόντο, στη θάλασσα (α. «ποντιὰς αὔρα» β. «ποντιὰς ἅλμα», Πίνδ.) αρχ. φρ. «ποντιὰς γέφυρα» ο ισθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + κατάλ. ιάς (πρβλ. νησ ιάς)] …

    Dictionary of Greek

  • 128πραγματίας — ὁ, Α 1. κοπιαστικός, κουραστικός 2. φρ. «λόγος πραγματίας» λόγος που προκαλεί ενόχληση και δυσαρέσκεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, ατος + κατάλ. ίας (πρβλ. τραυματ ίας)] …

    Dictionary of Greek