ἰάς

  • 111παππίας — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Π. και Ισαάκος. Πέρσες πρεσβύτεροι, που μαρτύρησαν με αποκεφαλισμό. Η μνήμη τους τιμάται στις 20 Νοεμβρίου. 2. Π., Διόδωρος και Κλαυδιανός. Κατάγονταν από την Ατταλεία. Μαρτύρησαν με αποκεφαλισμό. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 112παραδεισιάς — άδος, ἡ, Α (θηλ. επιθ.) παραδεισιακή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδεισος + κατάλ. ιάς (πρβλ. πλευρ ιάς)] …

    Dictionary of Greek

  • 113παρθενίας — ου, ὁ, Α 1. γιος παλλακίδας, πόρνης 2. στον πληθ. οί παρθενίαι ιδιαίτερη τάξη πολιτών στη Σπάρτη που προέρχονταν από μικτούς γάμους γνήσιων Σπαρτιατών με δούλες ή γυναίκες περιοίκων και οι οποίοι εμφανίζονται μετά τον Πρώτο Μεσσηνιακό Πόλεμο 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 114πελεθρονιάς — άδος, ἡ, Α το φυτό κενταύρειον το μέγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλεθρον + κατάλ. ιάς (πρβλ. περδικ ιάς)] …

    Dictionary of Greek

  • 115πελωριάς — άδος, ἡ, Α μεγάλη κόγχη, πελωρίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλωρ «υπερφυσικό τέρας» + επίθημα ιάς (πρβλ. περδικ ιάς)] …

    Dictionary of Greek

  • 116περδικιάς — άδος, ή, Α το φυτό ελξίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρδιξ, ικος + κατάλ. ιάς (πρβλ. κροκοδιλ ιάς)] …

    Dictionary of Greek

  • 117περιζωματίας — ὁ, Α ο έρπης ζωστήρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίζωμα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. κτηματ ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 118πευκιάς — ο, Ν πευκώνας, δάσος με πεύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκο + κατάλ. ιάς (πρβλ. χιον ιάς)] …

    Dictionary of Greek

  • 119πιθίας — και δ. γρφ. πιθείας, ὁ, Α κομήτης με σχήμα πίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθος «πιθάρι» + επίθημα ιας (πρβλ. οροφ ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 120πιτυρίας — ὁ, Α (ενν. ἄρτος) μαύρο ψωμί, πιτυρίτης*. || μτφ. (για πρόσ.) (ως σκωπτική προσφώνηση) πολύ μελαχρινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + επίθημα ίας* (πρβλ. αποπυρ ίας)] …

    Dictionary of Greek