ἰάς

  • 101οινιάς — οἰνιάς, άδος, ἡ (Α) είδος άγριου περιστεριού, αλλ. οινάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. ιάς (πρβλ. κρην ιάς)] …

    Dictionary of Greek

  • 102οξυωπίας — ὀξυωπίας, ου, ὁ (Α) αυτός που έχει δυνατή όραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξυωπός / ὀξυωπής + κατάλ. ίας (πρβλ. μυωπ ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 103ορμητίας — ὁρμητίας, ὁ (ΑΜ) 1. ο πλήρης ορμής, ο ορμητικός 2. ο ενθουσιώδης, ο φανατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμητής + επίθημα ίας (πρβλ. τραυματ ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 104ορνιθίας — ο (ΑΜ ὀρνιθίας) άνεμος ο οποίος πνέει κατά την άνοιξη από βόρειες διευθύνσεις και οφείλει την ονομασία αυτή στην εντύπωση ότι διευκολύνει τα αποδημητικά πτηνά κατά τις μετακινήσεις τους προς τα νότια μσν. έμπορος πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος …

    Dictionary of Greek

  • 105οροβίας — ὀροβίας, ὁ (Α) 1. είδος ρεβιθιάς 2. είδος λιβανιού 3. όμοιος με όροβο, με ρόβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + κατάλ. ίας (πρβλ. κλιματ ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 106οροφίας — ὀροφίας, ὁ (Α) αυτός που ζει κάτω από οροφή, δηλ. σε σπίτι, κατοικίδιος («μῡς... ὀροφίας» ο κοινός ποντικός, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροφος / ὀροφή + κατάλ. ιας (πρβλ. κλιματ ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 107οστρακίας — ὀστρακίας, ὁ (Α) είδος λίθου που μοιάζει με τον αχάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κατάλ. ίας (πρβλ. χαλαζ ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 108οφθαλμίας — ὀφθαλμίας, ὁ (Α) 1. (για ένα είδος αετού) οξυδερκής 2. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + επίθημα ίας (πρβλ. ωμ ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 109παιανίας — παιανίας, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οἱ παιανίαι ονομασία λειτουργών σε ιεροτελεστίες ή, κατά δ. ερμ., αυτός που άδει παιάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιάν, ᾶνος + κατάλ. ίας (πρβ. παρθεν ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 110παντολμίας — ὁ, ΜΑ πάντολμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάντολμος + επίθημα ίας (πρβλ. μυωπ ίας)] …

    Dictionary of Greek