ἰάς
11Ἰάδα — Ἰάς the Ionian flower fem acc sg …
12Ἰάδας — Ἰάς the Ionian flower fem acc pl …
13Ἰάδες — Ἰάς the Ionian flower fem nom/voc pl …
14Ἰάδι — Ἰάς the Ionian flower fem dat sg …
15Ἰάδος — Ἰάς the Ionian flower fem gen sg …
16Ἰάδων — Ἰάς the Ionian flower fem gen pl …
17Ἰάσι — Ἰάς the Ionian flower fem dat pl …
18Κωλιάς — Κωλιάς, άδος, ἡ (Α) 1. (ενν. άκρα) ακρωτήριο τής Αττικής μεταξύ Αλίμου και Γλυφάδας 2. θεότητα που λατρευόταν στο ομώνυμο ακρωτήριο και αργότερα ταυτίστηκε με την Αφροδίτη 3. εκείνη που κατοικούσε σ αυτό το ακρωτήριο 4. (ενν. γη) εξαιρετικής… …
19ευθυγνωμίας — εὐθυγνωμίας, ὁ (Α) μάρτυρας ο οποίος δίνει ειλικρινή κατάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευθυ γνωμ (< ευθύγνωμος) + παραγ. κατάλ. ίας (πρβλ. εισοδηματ ίας, κινηματ ίας) …
20ηδονοβλεψίας — ο (ψυχιατρ.) παθολογικό άτομο που ικανοποιείται σεξουαλικά κοιτάζοντας γυμνό σώμα ή παρακολουθώντας ερωτικές εκδηλώσεις ή τη γενετήσια πράξη απαρατήρητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονο (< ηδονή) + βλεψίας < θ. βλεψ (βλέπω) + κατάλ. ίας (πρβλ. αισθηματ …