ἰϑύνετε

  • 1ἰθύνετε — ἰ̱θύ̱νετε , ἰθύνω make straight aor subj act 2nd pl (epic ionic) ἰ̱θύ̱νετε , ἰθύνω make straight imperf ind act 2nd pl (epic ionic) ἰ̱θύ̱νετε , ἰθύνω make straight pres imperat act 2nd pl (epic ionic) ἰ̱θύ̱νετε , ἰθύνω make straight pres ind act… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2φυλάσσω — ΝΜΑ, και φυλάγω και φυλάω και διαλ. τ. φλά(γ)ω Ν, και αττ. τ. φυλαττω Α [φύλαξ, ακος] 1. φρουρώ (α. «τόν φύλαγαν πέντε σωματοφύλακες» β. «αὕτη φραγμὸς ἡ ἀρετὴ... ἀσύλητα φυλάττουσα τῆς ψυχῆς τὰ κειμήλια», Νείλ. γ. «πρὸς γὰρ τῇ ἐπάλξει τὴν ἡμέραν… …

    Dictionary of Greek