ἰών

  • 61μαχαιρίων — μαχαιρίων, ωνος, ὁ (Α) ξιφίδιο, μικρό ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + επίθημα ίων (πρβλ. γλυκ ίων, πορφυρ ίων)] …

    Dictionary of Greek

  • 62μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 63ξουθός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Έλληνα, εγγονός του Δευκαλίωνα και αδελφός του Δώρου και του Αιόλόυ. Είχε παντρευτεί την κόρη του Ερεχθέα Κρέουσα, και είχε δύο γιους, τον Αχαιό και τον Ίωνα, από τους οποίους κατάγονταν οι Ίωνες και οι Αχαιοί. Όπως… …

    Dictionary of Greek

  • 64οκτωκαιδεκαπλασίων — ὀκτωκαιδεκαπλασίων, ον (Α) ο δεκαοκτώ φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαιδεκαπλάσιος + επίθημα ίων, δηλωτικό τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. διπλασ ίων, μυριοπλασ ίων)] …

    Dictionary of Greek

  • 65οποίος — α, ο και οποιός, ά, ό (Α ὁποῑος, οία, ον, ιων. τ. ὁκοῑος, η, ον, επικ. τ. ὁπποῑος, η, ον, αρσ. κρητ. ὀτεῑος, Μ και ὁποιός, ά, ό) (αναφ. αντων.) αυτού τού είδους, ό,τι λογής, ποιας λογής νεοελλ. 1. (με άρθρο) (αναφ. αντων.) ο οποίος, η οποία, το… …

    Dictionary of Greek

  • 66οποσαπλασίων — ὁποσαπλασίων, ον (Α) πόσες φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος. επίρρ... ὁποσαπλασιόνως (Α) κατά πόσες φορές περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ὁποσαπλάσιος με αρχ. επίθημα ίων, δηλωτικό τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. διπλασ ίων, εικοσαπλασ ίων)] …

    Dictionary of Greek

  • 67ορεύς — ὀρεύς, έως, ιων. τ. οὐρεύς, ὁ (Α) 1. ημίονος, μουλάρι 2. ως επίθ. ορεινός («ὅπως τις ὑλοκουρὸς ἐργάτης ὀρεύς», Λυκόφρ.) 3. φρ. «νικᾱν τοῑς ὀρεῡσι» η νίκη στις ημιονοδρομίες (Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὀρεύς συνδέεται με το ὅρος (Ι) / οὖρος «όριο… …

    Dictionary of Greek

  • 68ορρωδώ — (ΑΜ ὀρρωδῶ, έω, Α ιων. τ. ἀρρωδέω) 1. ζαρώνω από φόβο μπροστά σε κάποιον, φοβάμαι, τρέμω 2. δειλιάζω, λιποψυχώ, διστάζω, αμφιταλαντεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. άγνωστης ετυμολ. Οι αρχαίοι λεξικογράφοι συνέδεσαν το ρ. με τις λ. ὄρρος «οπίσθια, γλουτοί» και …

    Dictionary of Greek

  • 69παιάνας — Αρχαία ελληνική σύνθεση, η οποία καταγόταν από ένα αρχικό ιερό τραγούδι προς τον Παιήονα Απόλλωνα (θεραπευτή). Ο π. κατόπιν χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για την αποτροπή ασθενειών, αλλά και για να υμνήσει τη νικηφόρα έκβαση ενός πολέμου, σύμφωνα με… …

    Dictionary of Greek

  • 70πατερίων — ὁ, Α (μόνο στην κλητ.) προσαγόρευση σε γηραιά πρόσωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατέριον (< πάτερ) + εκφραστικό επίθημα ίων (πρβλ. μαλακ ίων, λαγυν ίων)] …

    Dictionary of Greek