ἰών
21πολογραφία — ιων. τ. πολογραφίη, ἡ, Α 1. η περιγραφή τών πόλων τού ουρανού και τών ουράνιων σωμάτων 2. ως κύριο όν. Πολογραφία τίτλος πραγματείας τού Δημοκρίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλος + γραφία*] …
22πραΰγελως — ιων. τ. πρηΰγελως, ὁ, ἡ, Α αυτός που γελά με πραότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς / πρηΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος* + γέλως «γέλιο» (πρβλ. κλαυσί γελως)] …
23Ἰώνων — Ἴων the Ionians masc gen pl …
24Ἴωνα — Ἴων the Ionians masc acc sg …
25Ἴωνας — Ἴων the Ionians masc acc pl …
26Ἴωνε — Ἴων the Ionians masc nom/voc/acc dual …
27Ἴωνες — Ἴων the Ionians masc nom/voc pl …
28Ἴωνι — Ἴων the Ionians masc dat sg …
29Ἴωνος — Ἴων the Ionians masc gen sg …
30Ἴωσι — Ἴων the Ionians masc dat pl …