ἰός

  • 51Ios — Para otros usos de este término, véase IOS. Ios Ίος Iglesia ortodoxa de Ios Localización País …

    Wikipedia Español

  • 52Элефтеротипия — Не следует путать с Элефтерос Типос. Элефтеротипия греч. Ελευθεροτυπία Тип ежедневная газета Формат таблоид …

    Википедия

  • 53Αθηναίος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αττάλου Α’ και αδελφός του βασιλιά Ευμένη της Περγάμου. 2. Στρατηγός του Αντιγόνου, που κατατρόπωσε τους Ναβαταίους Άραβες το 312. 3. Μαθηματικός, σύγχρονος του Αρχιμήδη. Έζησε το 200 π.Χ. και του αποδίδουν …

    Dictionary of Greek

  • 54Καρχηδόνιος — α, ο (Α Καρχηδόνιος, ία, ον) ο κάτοικος τής αρχαίας πόλης Καρχηδόνος νεοελλ. καρχηδονιακός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Καρχηδών όνος + κατάλ. ιος (πρβλ. Τράγ ιος, Φρύγ ιος)] …

    Dictionary of Greek

  • 55ακηράσιος — ἀκηράσιος, ον (Α) 1. άθικτος, αμιγής, καθαρός 2. ανόθευτος, μη αναμιγμένος με κάτι άλλο «ἀκηράσιος οἶνος» 3. δροσερός, νεανικός 4. απάτητος (για λειμώνες). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο και μαζί παράλληλος επικός τ. της λ. ἀκήρατος: ἀκήρατος > *ἀκηράτ ιος …

    Dictionary of Greek

  • 56ηγεμόνιος — ἡγεμόνιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που άρχει, που οδηγεί 2. (επίθ. του Ερμή) αυτός που οδηγεί τις ψυχές των νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών ( όνος) + κατάλ. ιος (πρβλ. βραχιόν ιος, δαιμόν ιος)] …

    Dictionary of Greek

  • 57ηρώιος — ἡρώιος, ία, ον (Α) ηρωικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως + κατάλ. ιος (πρβλ. εώ ιος, χάλκ ιος)] …

    Dictionary of Greek

  • 58ηρώος — α, ο (Α ἡρῷος, ῴα, ον και ασυναίρ. τ. ἡρώιος, ία, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ηρώο μνημείο που έχει ανεγερθεί προς τιμήν τών πεσόντων στους πολέμους τού έθνους αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ό ἡρῷος (ενν. ῥυθμός) το ηρωικό μέτρο, ο δακτυλικός… …

    Dictionary of Greek

  • 59θεμίστιος — (Παφλαγονία 317; – Κωνσταντινούπολη 388). Βυζαντινός φιλόσοφος και ρήτορας. Δίδαξε φιλοσοφία και ρητορική στην Κωνσταντινούπολη για σαράντα χρόνια, διετέλεσε παιδαγωγός και πολιτικός σύμβουλος αυτοκρατόρων (Κωνσταντίου, Ιουλιανού, Ιοβιανού,… …

    Dictionary of Greek

  • 60κλύδιος — κλύδιος, ία, ιον (Α) 1. κυματώδης, ταραχώδης 2. (κατά τον Ησύχ.) το ουδ. ως ουσ. τo κλύδιον το πέλαγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλύδ ων + κατάλ. ιος, πρβλ. δόλ ιος, μύχ ιος] …

    Dictionary of Greek