ἰός
31τρόχις — ιος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που βιάζεται καθώς τρέχει, που τρέχει γρήγορα 2. (κατ επέκτ.) αγγελιαφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τροχ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. τρέχω + κατάλ. ις (πρβλ. τρόπ ις: τρέπω, τρόφ ις: τρέφω)] …
32φθόϊς — ϊος, ό, και αττ. τ. φθοΐς, ΐδος, ή, και τ. ονομ. πληθ. φθοῑς Α 1. είδος πίτας 2. α) καταπότιο β) χάπι που χρησιμοποιείται για απολύμανση με υποκαπνισμό 3. ράβδος πολύτιμου μετάλλου 4. φρ. «φθόϊς χρυσίου» (κατά τον Ησύχ.) σκόνη ή άμμος χρυσού 5.… …
33χάλις — ιος, ὁ, ΜΑ 1. άκρατος οίνος, ανέρωτο κρασί («ὀλίγα φρονοῡσιν οἱ χάλιν πεπωκότες», Ιππών.) αρχ. χαλίφρων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος τ. που απαντά στην ιων., ενώ αργότερα επιβίωσε μόνο ως ποιητ. τ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για δάνεια λ. από… …
34χρόμις — ιος, ο, ΝΑ, και τ. θηλ. χρόμις, ἡ, Α νεοελλ. παλαιότερη λόγια ονομασία γένους ακανθοπτερύγιων ιχθύων αρχ. το γνωστό σήμερα με την κοινή ονομασία ψάρι μυλοκόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα χρομ τής ρίζας τού ρ. χρεμετίζω* + κατάλ. ις (πρβλ.… …
35Ἴε — Ἴος fem voc sg …
36Ἴοι — Ἴος fem nom/voc pl …
37Ἴοιο — Ἴος fem gen sg (epic) …
38Ἴοις — Ἴος fem dat pl …
39Ἴον — Ἴος fem acc sg …
40Ἴων — Ἴος fem gen pl Ἴων the Ionians masc nom/voc sg …