ἰός
21ἰούς — ἰός 1 arrow masc acc pl ἰ̱ούς , ἰός 2 poison masc acc pl …
22ἰέ — ἰός 1 arrow masc voc sg ἰ̱έ , ἰός 2 poison masc voc sg …
23ακίθαρις — ( ιος), ι (Α) [κίθαρις] αυτός που δεν έχει κιθάρα …
24δερματομάλις — ( ιος και εως), η εντοπισμός τής χρόνιας μάλιος* τού αλόγου στο δέρμα …
25πόρις — ιος, ἡ, Α βλ. πόρτις …
26στίμμι — ιος, το / στῑμμι, ίμμιος, ΝΑ, και στίμμη, εως, η, και στίμι, εως, το, Ν, και στῑμι, ίμιος και στῑβι, ίβιος, και ως θηλ. στίμμις, εως ή ιδος και στῑμις, ίμεως και στιμία, Α 1. το ορυκτό αντιμόνιο 2. συνεκδ. μαύρη χρωστική ουσία που παρασκευαζόταν… …
27στρόφις — ιος, ὁ, ΜΑ άνθρωπος εύστροφος, πολυμήχανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφος ή στροφή + κατάλ. ις (πρβλ. τρόφ ις, τρόχ ις)] …
28τίρος — ιος, τὸ, Α θέρος («τίριος θέρους Κρῆτες», Ησύχ.) …
29τριτομηνίς — ίος, και τριτόμηνις, ήνιος, ἡ, Α η τρίτη ημέρα τού μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + μήν, μηνός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. βολ ίς)] …
30τρόφις — ιος, ὁ και ἡ, και τρόφι, τὸ, Α 1. καλοθρεμμένος, ευτραφής («ἐπεὰν γένωνται τρόφιες οἱ παῑδες», Ηρόδ.) 2. (στην ποίηση) ογκώδης, συμπαγής («τρόφι κῡμα κυλίνδεται», Ομ. Ιλ.) 3. αυτός που ανατράφηκε από κάποιον («τρόφις Ἐννοσιγαίου» το δελφίνι,… …