ἰός

  • 111μοιραίος — α, ο (Α μοιραῑος, αία, ον) αυτός που έχει οριστεί από τη μοίρα, προδιαγεγραμμένος, αναπόφευκτος, αναπότρεπτος («ήταν μοιραίο γεγονός η σύγκρουσή τους») νεοελλ. 1. αυτός που έχει καταδικαστεί από τη μοίρα, αυτός που φέρνει δυστυχία στον εαυτό του… …

    Dictionary of Greek

  • 112οβελίας — ο (Α ὀβελίας και ὀβέλιος και ὀβελίτης) ως επίθ. ψημένος στη σούβλα («ὀβελίας ἄρτος», Ιπποκρ.) νεοελλ. αρνί που ψήνεται στη σούβλα, ιδίως το Πάσχα αρχ. φρ. «ὀβελίας ἄρτος» (στην Αλεξάνδρεια), άρτος που κόστιζε έναν οβολό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελός +… …

    Dictionary of Greek

  • 113οπίσθιος — α, ο (ΑΜ ὀπίσθιος, ία, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στο πίσω μέρος κάποιου, πισινός («τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ὑπὸ τὰ ἐμπρόσθια», Αριστοτ.) 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το οπίσθιο(ν) και τα οπίσθια το πίσω μέρος νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ.… …

    Dictionary of Greek

  • 114παραμένιος — ον, ΜΑ, παραμένειος, ον, Μ αυτός που παραμένει σταθερός, παραμόνιμος*. επίρρ... παραμενίως Α με παραμένιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμένω + κατάλ. ιος, λ. σχηματισμένη προς ετυμολόγηση τού τ. πράμν(ε)ιος* (οἶνος)] …

    Dictionary of Greek

  • 115πλανόδιος — α, ο / πλανόδιος, ία, ον, ΝΑ, ιων. τ. πληνόδιος, Α αυτός που αποφεύγει τον κυρίως δρόμο και πορεύεται από στενά, από μονοπάτια νεοελλ. 1. αυτός που περιφέρεται στους δρόμους, που περιπλανιέται («πλανόδιος πωλητής») 2. φρ. α) «πλανόδιο εμπόριο» το …

    Dictionary of Greek

  • 116πλούσιος — α, ο / πλούσιος, ία, ιον, ΝΜΑ, και πλούτιος Α 1. αυτός που έχει πολύ υλικό πλούτο, μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία, εύπορος 2. αυτός που έχει σε μεγάλη αφθονία, σε πλησμονή, ένα πράγμα ή μια ιδιότητα (α. «οι ομορφιές τσ ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ …

    Dictionary of Greek

  • 117πρόσθιος — α, ο / πρόσθιος, ία, ον, ΝΑ εμπρόσθιος, μπροστινός (α. «η πρόσθια όψη» β. «oἱ πρόσθιοι πόδες», Ηρόδ. γ. «οἱ πρόσθιοι ὀδόντες», Ευρ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πρόσθιο ανθρωπολ. ανθρωπομετρικό σημείο που βρίσκεται μεταξύ τών μέσων κοπτήρων στο… …

    Dictionary of Greek

  • 118σάπιος — ια, ιo, Ν 1. αυτός που έχει σαπίσει, που έχει αποσυντεθεί, που έχει υποστεί σήψη, ο σαπρός 2. (κατ επέκτ.) φθαρμένος από την πολυκαιρία, ετοιμόρροπος, κατεστραμμένος («σάπια καρέκλα») 3. (για πρόσ.) αυτός που έχει προσβληθεί από μια βαριά… …

    Dictionary of Greek

  • 119σαντορινιός — ιά, ιό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην νήσο Σαντορίνη ή αυτός που προέρχεται από την Σαντορίνη 2. (το θηλ. και το αρσ. ως κύριο όν.) ο Σαντορινιός και η Σαντορινιά ο Σαντοριναίος 3. το ουδ. ως ουσ. το σαντορινιό είδος κρασιού που… …

    Dictionary of Greek

  • 120συγκοίτιον — τὸ, Α (ενν. ἀργύριον) (κατά τον Ησύχ.) μίσθωμα, πληρωμή εταίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύγκοιτος «αυτός που κοιμάται με άλλον στο ίδιο κρεβάτι» + επίθημα ιος (πρβλ. λόγ ιος)] …

    Dictionary of Greek