ἰός
101καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …
102κατοικάδιος — κατοικάδιος, ον (Α) ο κατοικίδιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατ’ οἶκον. Η κατάλ. άδ ιος αντί ίδ ιος κατ επίδρασιν τού κατ οικ άς, άδος] …
103κρήσιος — κρήσιος, ία, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κρήτη ή στους Κρήτες, κρητικός («πέλαγος Κρήσιον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρή σιος < *κρήτ ιος, με συριστικοποίηση, < θ. Κρητ (τού Κρης, Κρητός) + επίθημα ιος] …
104κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… …
105λέχριος — λέχριος, ία, ον, θηλ. και ος (Α) 1. εγκάρσιος, λοξός («τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας», Ξεν.) 2. μτφ. ανάποδος, στραβός («πάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῑν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. λέχ ρ ιος < λεκ σ ρ ιος (πρβλ. λάχ νη < *λακ… …
106λεχώος — α, ο (Α λεχώϊος, ον, θηλ. και λεχωϊάς) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή στην περίοδο τής λοχείας (α. «νύμφη λεχωϊάς» λεχώνα, Νόνν. β. «λεχώϊα δῶρα» τα δώρα που προσφέρονταν σε λεχώνα, Νίκαρχ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεχώϊον ο τόπος… …
107λύσιος — Προσωνυμία του Διονύσου στη Σικυώνα και σε άλλες περιοχές της αρχαίας Ελλάδας. * * * λύσιος, ία, ον, αρσ. και λύσειος (Α) 1. αυτός που λυτρώνει κάποιον από ένα κακό («λύσιοι θεοί», Πλάτ.) 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λύσιος επίκληση τού Διονύσου.… …
108μαύλις — (I) μαῡλις, ιδος και ιος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) μαστροπός, προαγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. μαῦλις (Ι) συνδέεται με ένα αμάρτυρο επίθ. τής λυδικής *mav lis < *Mavś, όνομα λυδικής θεότητας …
109μητρώος — α, ο (ΑΜ μητρῷος, ῴα, ον) αυτός που ανήκει στη μητέρα ή προέρχεται από τη μητέρα, μητρικός («οἱ πατρῷοι καὶ μητρῷοι θεοί», Ξεν.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το μητρώο κατάλογος που τηρείται από το κράτος, τους δήμους και τις κοινότητες και στον… …
110μνήσιος — μνήσιος, ον (Μ) αυτός που ανήκει στη μνήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μνησις (< μι μνή σκω) + κατάλ. ιος (πρβλ. κτήσ ιος)] …