ἰός

  • 11ωκεάν(ε)ιος — α, ο / ὠκεάν(ε)ιος, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. θηλ. ὠκεανηΐάς, άδος, ΜΑ [Ὠκεανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ωκεανό νεοελλ. α) «ωκεάνια αύλακα» γεωλ. βύθισμα τού θαλάσσιου πυθμένα, με επίμηκες σχήμα β) «ωκεάνια τάφρος» (γεωλ. ωκεαν.) βλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 12προσάλπ(ε)ιος — ον, Α αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά στις Άλπεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἄλπειος (< Ἄλπεις)] …

    Dictionary of Greek

  • 13σκινδάρ(ε)ιος — Α [σκίνδαρος] (κατά τον Ησύχ.) «ὄρχησις οὕτω καλουμένη» …

    Dictionary of Greek

  • 14σπινέλ(λ)ιος — ο, Ν (ορυκτ.) 1. ορυκτό οξείδιο τού μαγνησίου και τού αργιλίου 2. ονομασία σειράς μελών μιας ομάδας πετρογενετικών υλικών τα οποία είναι ορυκτά οξείδια όπως, λ.χ., ο κόκκινος σπινέλλιος ή μαγνησιοσπινέλλιος, ο κερκυνίτης, ο γκανίτης, ο γαλαξίτης… …

    Dictionary of Greek

  • 15τερμέρ(ε)ιος — α, ον, ΜΑ [Τέρμερος] (κυρίως στην παροιμ. φρ.) «τερμέρ(ε)ιον κακόν» μεγάλο κακό που διαπράττει κανείς εναντίον τού ίδιου τού εαυτού του αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τερμέρειον το ανδρικό μόριο 2. (σπάν.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ληστή… …

    Dictionary of Greek

  • 16υποπροίκ(ε)ιος — ον, Α αυτός που έχει λάβει με νόμιμο γάμο γυναίκα με προίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + προίκειος / προίκιος «αυτός που αναφέρεται στην προίκα» (< προίξ, κός)] …

    Dictionary of Greek

  • 17φαμέν(ν)ιος — α, ο, Ν φρ. «φαμέν(ν)ια βαθμίδα» ή, απλώς, «το φαμεν(ν)ιο» η ανώτερη υποδιαίρεση τού δεβονίου και τών θαλάσσιων πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκεια του. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ. αγγλ. famennian (stage)] …

    Dictionary of Greek

  • 18ἰοῖς — ἰός 1 arrow masc dat pl ἰός 1 arrow neut dat pl ἰ̱οῖς , ἰός 2 poison masc dat pl ἰόω become pres opt act 2nd sg ἰόω become pres subj act 2nd sg ἰόω become pres ind act 2nd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 19ἰώ — ἰός 1 arrow masc nom/voc/acc dual ἰός 1 arrow neut nom/voc/acc dual ἰ̱ώ , ἰός 2 poison masc nom/voc/acc dual ἰώ oh! indeclform (exclam) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 20κοόρτις — ιος και εως, η (Α κοόρτις, ιος) τμήμα στρατού από τρεις σπείρες*, που αποτελούσε τη βασική μονάδα, δηλαδή το ένα δέκατο, τής ρωμαϊκής λεγεώνας νεοελλ. βιολ. σύνολο ατόμων ή ζευγών που έχουν ζήσει μαζί το ίδιο δημογραφικό φαινόμενο κατά τη… …

    Dictionary of Greek