ἰόντα
81παγίδα — Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ.) του νομού Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Iωνίας. * * * η (ΑΜ παγίς, ίδος) 1. όργανο ή ειδική κατασκευή που χρησιμεύει για την εξαπάτηση και τη σύλληψη θηράματος ή την εξόντωση βλαβερού ζώου 2. μτφ. μέσο ή… …
82περμουτίτης — Ονομάζεται έτσι κάθε αργιλοπυριτικό άλας, που μοιάζει με φυσικό ζεόλιθο, στη χημική σύνθεση και στις ιδιότητες. Οι π. έχουν το γενικό τύπο Να2Ο . Α12Ο3 nSiO2 . mH2O, όπου η ποικίλλει από 1 10 και από 1 2. Είναι ικανοί ν’ ανταλλάσσουν ιόντα και… …
83πλασμόνιο — το, Ν φυσ. (στη φυσική τής στερεάς κατάστασης και τού πλάσματος) κβάντο κάθε συλλογικού διαμήκους κύματος που διαδίδεται στο αέριο τών ηλεκτρονίων ενός στερεού σώματος ή στα ηλεκτρόνια και τα ιόντα ενός πλάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… …
84πρωτεϊνικός — ή, ό, Ν [πρωτεΐνη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις πρωτεΐνες (α. «πρωτεϊνική αλυσίδα» β. «πρωτεϊνικό μόριο») 2. φρ. α) «πρωτεϊνική αντλία» (βιοχ.) μεμβρανική πρωτεΐνη ή πρωτεϊνικό σύμπλοκο που αντλεί ιόντα, λ.χ. νατρίου, καλίου, χλωρίου, ή… …
85πυρηνόφιλος — η, ο, Ν (οργαν. χημ.) (για άτομα, μόρια, ιόντα) 1. αυτός που χάρη στην ηλεκτρονική δομή του, αποτελεί δότη ζευγών ηλεκτρονίων, αλλ. νουκλεόφιλος 2. (για χημ. αντιδράσεις) αυτός στον οποίο παίρνει μέρος ένα από τα παραπάνω χημικά είδη. [ΕΤΥΜΟΛ.… …
86ρευστοποίηση — Φυσικοχημικό φαινόμενο διά του οποίου επιτυγχάνουμε, με ιδιαίτερα τεχνάσματα, τον μετασχηματισμό ενός κολλοειδούς συστήματος (*κολλοειδή) από την κατάσταση «ζελ» (gel) στην κατάσταση «σολ» (sol). Ως φαινόμενο, η ρ. μπορεί να θεωρηθεί το αντίθετο… …
87σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …
88σθένος — Ακέραιος αριθμός που εκφράζει την ικανότητα ενός ατόμου να ενώνεται απ’ ευθείας με άλλα άτομα. Το σ. συμβατικά αναφέρεται στο σ. του υδρογόνου, που έχει οριστεί ίσο με 1, ή με το σ. του οξυγόνου που είναι 2. Γραφικά το σ. παριστάνεται με ένα… …
89σύναψη — η / σύναψις, άψεως, ΝΜΑ [συνάπτω] 1. η ενέργεια τού συνάπτω, στενή ένωση δύο ή περισσότερων πραγμάτων, συνένωση («ἐν τῇ συνάψει αἰσθήσεως πρὸς διάνοιαν», Πλάτ.) 2. το σημείο ή η γραμμή στην οποία πραγματοποιείται η παραπάνω ένωση νεοελλ. 1. βιολ …
90τετραπολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τετράπολο 2. φρ. α) «τετραπολικός συντονισμός» φυσ. κβαντικό φαινόμενο, σύμφωνα με το οποίο ορισμένοι ατομικοί πυρήνες, καθώς συμπεριφέρονται ως ηλεκτρικά τετράπολα, είναι δυνατόν να απορροφήσουν… …