ἰόντα

  • 71λουτέτσιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Lu. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην οικογένεια των λανθανιδών· έχει ατομικό αριθμό 71, ατομική μάζα 174,97, ένα μόνο σταθερό ισότοπο, το 175Lu, και τα ραδιενεργά ισότοπα 173Lu, 174Lu, 176Lu και… …

    Dictionary of Greek

  • 72λοχώ — (I) λοχώ, ἡ (Α) λεχώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος τ. του λεχώ. Ο τ. λοχώ < λόχος + επίθημα ώ, που απαντά σε θηλ. ονόματα (πρβλ. μορμ ώ, μορφ ώ)]. (II) λοχῶ, άω (Α) [λόχος] 1. ενεδρεύω, τοποθετούμαι για ενέδρα, παραφυλάω, παραμονεύω, στήνω… …

    Dictionary of Greek

  • 73λυσόσωμα — Μεμβρανικό οργανίδιο, το οποίο αποτελεί μια συσκευή πέψης που συναντάται σχεδόν σε όλα τα ζωικά κύτταρα. Το μέγεθος, η μικροσκοπική μορφολογία και οι υπόλοιπες ιδιότητες των λ. ποικίλλουν σημαντικά στους διάφορους τύπους κυττάρων. Τα τυπικά λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 74μετατόπιση — Ο όρος προσδιορίζει την αλλαγή τόπου ή θέσης, τη μετακίνηση. μ. ιόντων. Τα ιόντα ενός ηλεκτρολύτη μετακινούνται, όταν περάσει μέσα από αυτόν ηλεκτρικό ρεύμα και συμμετέχουν στη μεταφορά του ηλεκτρισμού. Τα κατιόντα και τα ανιόντα δεν κινούνται… …

    Dictionary of Greek

  • 75μικήλλιο — και μικήλλο και μικκύλιο ή μικκύλο, το χημ. συσσωμάτωμα πολύ μικρών διαστάσεων αποτελούμενο από μερικές δεκάδες έως εκατοντάδες άτομα, ιόντα, ή μόρια, χαλαρά συνδεδεμένα μεταξύ τους …

    Dictionary of Greek

  • 76μόριο — Από αυστηρά χημική έννοια είναι το ελάχιστο σωματίδιο μιας ένωσης που εμφανίζει όλες τις ιδιότητές της· υπό γενικότερη όμως έννοια, είναι η ένωση περισσότερων ατόμων, που συνιστούν μια σταθερή και καθορισμένη δομή. Με την έννοια αυτή, ως μ.… …

    Dictionary of Greek

  • 77νομπέλιο — Τεχνητό χημικό στοιχείο με σύμβολο Νο· ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην οικογένεια των ακτινιδών, έχει ατομικό αριθμό 102 και ατομικό βάρος 263, αναφερόμενο στο πιο σταθερό ισότοπο του. Είναι από τα τελευταία στοιχεία που… …

    Dictionary of Greek

  • 78ομίχλη — Στη μετεωρολογία είναι τροποσφαιρικός σχηματισμός όμοιος προς το νέφος, από το οποίο διαφέρει μόνο κατά το ότι επικάθεται πάντοτε στην επιφάνεια του εδάφους. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ένα σμήνος λεπτών υδροσταγονιδίων (με… …

    Dictionary of Greek

  • 79οξ(ε)ίδιο — το (Α ὀξείδιον και ὀξίδιον) νεοελλ. χημικό σώμα που σχηματίζεται από την ένωση τού οξυγόνου με ένα στοιχείο ή με μία ρίζα (α. «βασικά οξείδια» τα ιοντικά οξείδια μετάλλων που σχηματίζουν, όταν είναι διαλυτά, αλκαλικά διαλύματα β. «όξινα οξείδια»… …

    Dictionary of Greek

  • 80πέρθω — Α (ποιητ. τ.) 1. (σχετικά με πόλεις) ερημώνω, αφανίζω και, κυρίως, καταλαμβάνω επιφέροντας καταστροφές, διαπράττοντας λεηλασίες ή αιχμαλωτίζοντας ανθρώπους («ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν», Ομ. Οδ.) 2. (σχετικά με πρόσ.) θανατώνω 3. μτφ.… …

    Dictionary of Greek