ἰόντα

  • 31πλέγμα, κρυσταλλικό — Στην κρυσταλλογραφία με τον όρο αυτό δηλώνεται ένα σύνολο υλικών σημείων κανονικά διατεταγμένων μέσα στο χώρο. Από τέτοια υλικά σημεία, που μπορεί να είναι μόρια, άτομα ή ιόντα, διατεταγμένα κατά κανονικά διαστήματα, θεωρείται ότι αποτελείται η… …

    Dictionary of Greek

  • 32Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …

    Dictionary of Greek

  • 33διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… …

    Dictionary of Greek

  • 34δύναμη — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για να χαρακτηρίσει την αιτία κάθε μεταβολής στην κινητική κατάσταση των σωμάτων ή κάθε παραμόρφωσής τους. Έτσι, υπάρχει, για παράδειγμα, η δ. του βάρους, η ελαστική δ. που ασκείται από ένα… …

    Dictionary of Greek

  • 35ζεόλιθοι — Ομάδα ένυδρων πυριτικών ορυκτών του νατρίου και του ασβεστίου. Η κρυσταλλική δομή τους χαρακτηρίζεται από ένα δίκτυο που αποτελείται βασικά από τετραεδρικές ομάδες SiO4 και ΑlΟ4, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται ιόντα μετάλλων (Ca,Na) και μόρια… …

    Dictionary of Greek

  • 36θρομβοπλαστίνη — Σύμπλοκο φωσφολιπιδίων και πρωτεϊνών, που σχηματίζεται κατά τη διάρκεια τραυματισμού των ιστών. Η θ. συνδυάζεται με τον παράγοντα VII και ιόντα Ca2+, για την ενεργοποίηση του παράγοντα X. Ο παράγοντας X, με τη σειρά του, σχηματίζει σύμπλοκο με… …

    Dictionary of Greek

  • 37ιόν — (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο… …

    Dictionary of Greek

  • 38καταιγισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο σχηματίζεται μεγάλος αριθμός ιονιζόντων σωματιδίων από τη σύγκρουση σωματιδίων υψηλής ενέργειας με την ύλη. Τα σωματίδια υψηλής ενέργειας, κατά τη σύγκρουσή τους με τα άτομα ενός αερίου για παράδειγμα, απομακρύνουν… …

    Dictionary of Greek

  • 39λέιζερ — (laser). Διάταξη παραγωγής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με συχνότητα που αντιστοιχεί στην περιοχή του ορατού φάσματος ή κοντά σε αυτό. Ο όρος λ. προέρχεται από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων: Light Amplification (by) Stimulated Emission (of)… …

    Dictionary of Greek

  • 40μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… …

    Dictionary of Greek