ἰόντα

  • 121λορέντσιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Lr. Είναι το τελευταίο της σειράς των ακτινιδών, με ατομικό αριθμό 103 και ατομική μάζα 262. Πρόκειται για στερεό, ραδιενεργό μέταλλο, το οποίο δεν υπάρχει σε φυσική κατάσταση στο περιβάλλον, αλλά παράγεται τεχνητά.… …

    Dictionary of Greek

  • 122μεταφοράς, ζώνη — (Αστρον.). Το στρώμα ακριβώς κάτω από την επιφάνεια ενός αστέρα της κυρίας ακολουθίας, στο οποίο η θερμοκρασία είναι αρκετά χαμηλή, ώστε να μπορούν να επανασυνδέονται με ελεύθερα ηλεκτρόνια οι πυρήνες του υδρογόνου και των βαρύτερων στοιχείων και …

    Dictionary of Greek

  • 123Μίλικαν, Ρόμπερτ Άντριους — (Robert Andrews Millikan, Μόρισον, Ιλινόις 1868 – Πασαντίνα, Καλιφόρνια 1953). Αμερικανός φυσικός. Για πολλά χρόνια υπήρξε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Σικάγο και το 1921 ανακηρύχθηκε διευθυντής του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Καλιφόρνιας στην …

    Dictionary of Greek

  • 124μονοχρωματιστήρας — Συσκευή που έχει προορισμό να απομονώνει από δέσμη φωτεινών ακτινοβολιών μια ακτινοβολία δεδομένου μήκους κύματος, δηλαδή δεδομένου χρώματος (μονοχρωματικό φως)· κατ’ επέκταση, μ. καλείται και κάθε συσκευή ικανή να διαχωρίζει μια δέσμη ομοιογενών …

    Dictionary of Greek

  • 125οξίμες — Οργανικές ενώσεις που περιέχουν την ομάδα = CNOH, οι οποίες παρασκευάζονται με επίδραση της υδροξυλαμίνης (HO ΝΗ2) επί των ενώσεων που περιέχουν την καρβονυλική ομάδα. R2CO + Η2ΝΟΗ = R2CNOH + Η2Ο. Οι ο. υποδιαιρούνται σε κετοξίμες, που… …

    Dictionary of Greek

  • 126σέλας πολικό — Φωτεινό φαινόμενο της ανώτερης ατμόσφαιρας, το οποίο εμφανίζεται ως φεγγοβολή, κυρίως στις περιοχές του βόρειου και νότιου Πόλου. Τα πολικά σέλα παρουσιάζονται πάντοτε με πολύ διαφορετικούς χρωματισμούς και σχήματα: άλλοτε έχουν έντονο και λαμπρό …

    Dictionary of Greek

  • 127τόξο ηλεκτρικό — Ειδικός τύπος ηλεκτρικής εκκένωσης μεταξύ δύο ηλεκτροδίων, συνήθως από άνθρακα, μέταλλο ή μεικτά. Από τους διάφορους τύπους ηλεκτρικού τόξου μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το βολταϊκό, που χρησιμοποιείται ως ισχυρή φωτεινή πηγή στη φασματοσκοπία,… …

    Dictionary of Greek

  • 128υπερουράνια στοιχεία — Χημικά στοιχεία με ατομικό αριθμό μεγαλύτερο του 92 (ο ατομικός αριθμός του ουράνιου), τα οποία κατέχουν τις θέσεις μετά το ουράνιο στο περιοδικό σύστημα των στοιχείων. Τα μέχρι σήμερα γνωστά ισότοπα των υπερουράνιων στοιχείων εμφανίζουν αστάθεια …

    Dictionary of Greek