ἰόντα

  • 111ηλεκτρολύτες — Χημικές ενώσεις που δίνουν, αν διαλυθούν σε ορισμένους διαλύτες, –από τους οποίους συνηθέστερος είναι το νερό– ηλεκτρικά αγώγιμο διάλυμα. Οι η. μεταφέρουν το ηλεκτρικό ρεύμα μέσα από τα διαλύματά τους με τα ιόντα που δημιουργούνται από την… …

    Dictionary of Greek

  • 112ηλιακός άνεμος — Ροή φορτισμένων σωματιδίων, κυρίως πρωτονίων και ηλεκτρονίων, που εκτοξεύονται από τον Ήλιο προς όλες τις κατευθύνσεις. Η εξωτερική ατμόσφαιρα του Ήλιου, το ηλιακό στέμμα, έχει θερμοκρασία περίπου 1,5⋅ 106°Κ και είναι φυσικό –σε τόσο υψηλές… …

    Dictionary of Greek

  • 113ιοντική αντλία — Αντλία κενού, στην οποία το αέριο που πρόκειται να απομακρυνθεί ιονίζεται από μία δέσμη ηλεκτρονίων και τα σχηματιζόμενα θετικά ιόντα έλκονται από μία κάθοδο. Με τις αντλίες αυτές μπορεί να δημιουργηθεί κενό που φτάνει τα 10 4N/cm2 και το αέριο… …

    Dictionary of Greek

  • 114ιοντοανταλλάκτες — Στερεές φυσικές ή συνθετικές ουσίες, ουσιαστικά αδιάλυτες, που έχουν τα χαρακτηριστικά ενός οξέος (ανταλλάκτες κατιόντων) ή μιας βάσης (ανταλλάκτες ανιόντων) και χρησιμοποιούνται για την ανταλλαγή ιόντων από διαλύματα ηλεκτρολυτών. Οι ι. μπορεί… …

    Dictionary of Greek

  • 115ιόντων, μεταφορά — Κίνηση ηλεκτρολυτών με τη μορφή ιόντων μέσα στα ζωντανά συστήματα. Η μ.ι. μπορεί να γίνει με διάφορους μηχανισμούς, όπως είναι η ηλεκτροχημική διάχυση, η ενεργητική μεταφορά με κατανάλωση ενέργειας ή η μαζική ροή μέσω του κυκλοφορικού συστήματος… …

    Dictionary of Greek

  • 116ιόντων, πηγή — Συσκευή για την παραγωγή κατευθυνόμενων δεσμών ιόντων που χρησιμοποιούνται κυρίως στους επιταχυντές σωματιδίων, στους φασματογράφους μάζας, στα ιοντικά μικροσκόπια κ.α. Στη συσκευή αυτή μια λεπτή δέσμη αερίου, για παράδειγμα υδρογόνου ή ηλίου,… …

    Dictionary of Greek

  • 117ισοηλεκτρικό σημείο — (Χημ.). Ονομάζεται η τιμή του πε χα του μέσου διασποράς ενός κολλοειδούς εναιωρήματος ή ενός αμφολύτη, για την οποία η διαλυμένη ουσία δεν κινείται σε ηλεκτροφορητικό πεδίο. Ο όρος ι.σ. παριστάνεται διεθνώς ως pI. Οι αμφολύτες είναι μόρια στα… …

    Dictionary of Greek

  • 118ισοτοπική μετατόπιση — Η μικρή διαφορά που υπάρχει στις ενέργειες μετάπτωσης των διαφόρων ισοτόπων του ίδιου στοιχείου, οι οποίες αντιστοιχούν σε μετατόπιση των φασματικών γραμμών της ακτινοβολίας που εκπέμπεται από αυτά. Η διαφορετική ανηγμένη μάζα των ηλεκτρονίων στα …

    Dictionary of Greek

  • 119κάλοντρο — Ηλεκτρομαγνητικός διαχωριστής ισοτόπων, που βασίζεται στην αρχή του φασματογράφου μαζών. Ένας φασματογράφος μάζας δίνει τη δυνατότητα να υπολογιστεί ο λόγος φορτίου μάζας ενός ιόντος, με βάση τη διαδοχική επίδραση ενός ηλεκτρικού και ενός… …

    Dictionary of Greek

  • 120λιπάσματα — Φυσικές ή τεχνητές ουσίες, οι οποίες εφοδιάζουν τα γεωργικά εδάφη με τα απαραίτητα για την ανάπτυξη των φυτών λιπαντικά στοιχεία που αφαιρέθηκαν με τις διαδοχικές καλλιέργειες και συλλογές καρπών. Από τα γνωστά χημικά στοιχεία, μόνο δεκαπέντε… …

    Dictionary of Greek