ἰωκή
1ιωκή — ἰωκή, ἡ, αιτ. στον Ομ. ἰῶκα (Α) 1. προσβολή, επίθεση, καταδίωξη στη μάχη 2. ως κύριο όν. Ἰωκή προσωποποίηση τής δίωξης, τής επίθεσης («ἐν δ Ἔρις, ἐν δ Ἀλκή, ἐν δὲ κρυόεσσα Ἰωκή», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Fιώκω «καταδιώκω, χτυπώ», που συνδέεται με… …
2Ἰωκή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3ἰωκή — rout fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
4Ἰωκαῖς — Ἰωκή fem dat pl …
5ἰωκαῖς — ἰωκή rout fem dat pl …
6Ἰωκαί — Ἰωκή fem nom/voc pl …
7ἰωκαί — ἰωκή rout fem nom/voc pl …
8Ἰωκήν — Ἰωκή fem acc sg (attic epic ionic) …
9ἰωκήν — ἰωκή rout fem acc sg (attic epic ionic) …
10ἰῶκα — ἰωκή rout masc acc sg …
Страницы