ἰχϑύ'
1ιχθυ(ο)- — (AM ἰχθυ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής από τη λ. ἰχθύς, ύος, «ψάρι». ΣΥΝΘ. ιχθυγόνος, ιχθυοειδής, ιχθυoκένταυρος, ιχθυόκολλα, ιχθυολογώ, ιχθυοπώλης, ιχθυοτρόφος, ιχθυοφάγος, ιχθυοφόρος αρχ. ιχθυβολεύς, ιχθύβολος, ιχθυβόλος,… …
2Ἰχθῦ — Ἰχθύς masc voc sg …
3ἰχθῦ — ἰχθύς masc voc sg …
4Ἰχθύν — Ἰχθύ̱ν , Ἰχθύς masc acc sg …
5ἰχθύν — ἰχθύ̱ν , ἰχθύς masc acc sg …
6Ἰχθύς — Ἰχθύ̱ς , Ἰχθύς masc nom sg …
7ἰχθύς — ἰχθύ̱ς , ἰχθύς masc nom sg …
8ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… …
9ιχθυβόλος — ἰχθυβόλος και ἰχθυοβόλος, ον (Α) 1. αυτός που πιάνει ψάρια, αυτός που ψαρεύει 2. αλιευτικός («ἰχθυβόλος μηχανή» αλιευτική τρίαινα, καμάκι 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰχθυβόλος αλιέας, ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ …
10ихтиоза́вр — а, м. Род вымершего морского пресмыкающегося огромных размеров (до 12 м). [От греч. ’ιχθυς рыба и σαυ̃ρος ящерица] …