ἰχνείᾳ
1Ἰχνείᾳ — Ἰχνείᾱͅ , Ἰχνεία casting about for the scent fem dat sg (attic doric aeolic) …
2ἰχνείᾳ — ἰχνείᾱͅ , ἰχνεία casting about for the scent fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ιχνεία — ἰχνεία, ἡ (Α) [ιχνεύω] το να ιχνεύει κανείς, το να αναζητεί τα ίχνη κάποιου, η ἴχνευσις* …
4Ἰχνείαν — Ἰχνείᾱν , Ἰχνεία casting about for the scent fem acc sg (attic doric aeolic) …
5ἰχνείαν — ἰχνείᾱν , ἰχνεία casting about for the scent fem acc sg (attic doric aeolic) …
6Ἰχνείαις — Ἰχνεία casting about for the scent fem dat pl …
7ἰχνείαις — ἰχνεία casting about for the scent fem dat pl …
8ίχνευσις — ἴχνευσις, ἡ (Α) [ιχνεύω] ιχνεία* …
9ιχνεύω — (Α ἰχνεύω) αναζητώ τα ίχνη, ψάχνω για τα ίχνη κάποιου, ανιχνεύω, ιχνηλατώ αρχ. 1. (γενικά) ζητώ να βρω κάτι, αναζητώ 2. βαδίζω στα ίχνη κάποιου, μιμούμαι, αναπτύσσω άμιλλα προς κάποιον («ἰχνεύων ματραδελφεούς», Πίνδ.) 3. φρ. «ἰχνεύω τὰ ὄρη»… …