ἰχθυήματα
1ιχθυήματα — ἰχθυήματα, τὰ (Α) [ιχθύς] 1. λέπια ψαριών 2. όσα μοιάζουν με λεπίδες, με λέπια («ἰχθυήματα λωτοῡ», Ιπποκρ.) …
2ἰχθυήματα — fish scales neut nom/voc/acc pl …
3ἰχθυημάτων — ἰχθυήματα fish scales neut gen pl …
4ἰχθυήμασι — ἰχθυήματα fish scales neut dat pl …
5ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… …