ἰχθυο-πώλης
1ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… …
2ζωοπώλης — ζῳοπόλης, ὁ (Α) αυτός που πωλεί ζώα, κυρίως για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῳ(ο) (ΙΙ)* + πωλης (< πωλώ), πρβλ. αλλαντο πώλης, ιχθυο πώλης] …
3ιπποπώλης — ο πωλητής ίππων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πώλης οπωρο πώλης] …
4ισχαδοπώλης — ἰσχαδοπώλης, ό, θηλ. ἰσχαδόπωλις (Α) αυτός που πουλά ή εμπορεύεται ξηρά σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, άδος + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πώλης, παντο πώλης] …
5καλαμοπώλης — καλαμοπώλης, ὁ (Α) πάπ. πωλητής καλαμιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πώλης, σιτο πώλης] …
6καρυοπώλης — καρυοπώλης, ὁ (Α) ο πωλητής καρυδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ζυθο πώλης, ιχθυο πώλης] …
7κολλοπώλης — κολλοπώλης, ὁ (Α) πωλητής κόλλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πώλης, οπωρο πώλης] …
8περιστεροπώλης — ὁ, Α έμπορος περιστεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερά + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πώλης] …
9κρασοπουλειό — το (Μ κρασοπωλεῑον) μαγαζί όπου πωλείται κρασί, οινοπωλείο ή ταβέρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρασοπωλεῖον < κρασί + πωλεῖον (< πώλης < πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πωλείον, κρεο πωλείον. Ο τ. κρασοπουλειό προήλθε με κώφωση του ω , καταβιβασμό τού τόνου και …