ἰχθυηρός
1ιχθυηρός — ἰχθυηρός, ά, όν (Α) 1. κατάλληλος να δεχθεί ψάρια 2. ρυπαρός, δυσώδης 3. αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια («ἰχθυηρὸν ἔλαιον» Φίλ.) 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰχθυηρά πάπ. φόρος στα αλιευόμενα ψάρια 5. φρ. α) «ἰχθυηρός ζωμός» ψαρόσουπα β) «πύλη ἡ… …
2ἰχθυηρός — fishy masc nom sg …
3ἰχθυηρόν — ἰχθυηρός fishy masc acc sg ἰχθυηρός fishy neut nom/voc/acc sg …
4ἰχθυηροῖς — ἰχθυηρός fishy masc/neut dat pl …
5ἰχθυηροί — ἰχθυηρός fishy masc nom/voc pl …
6ἰχθυηροῦ — ἰχθυηρός fishy masc/neut gen sg …
7ἰχθυηρούς — ἰχθυηρός fishy masc acc pl …
8ἰχθυηρά — ἰχθυηρά̱ , ἰχθυηρά fishy fem nom/voc/acc dual ἰχθυηρά̱ , ἰχθυηρά fishy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἰχθυηρός fishy neut nom/voc/acc pl ἰχθυηρά̱ , ἰχθυηρός fishy fem nom/voc/acc dual ἰχθυηρά̱ , ἰχθυηρός fishy fem nom/voc sg (attic doric… …
9ἰχθυηρῶν — ἰχθυηρά fishy fem gen pl ἰχθυηρός fishy fem gen pl ἰχθυηρός fishy masc/neut gen pl …
10-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …
- 1
- 2