ἰχαίνω

  • 1ιχαίνω — ἰχαίνω (Α) βλ. ιχανώ …

    Dictionary of Greek

  • 2ιχανώ — ἰχανῶ, άω (Α) επιθυμώ πολύ, επιζητώ κάτι με επιμονή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. ἀχήν* «φτωχός» και με αρχ. ινδ. īhate «επιθυμώ». Ο αρχικός τ. τού ρ. πρέπει να ήταν ἰχαίνω, που μεταπλάστηκε σε ἰχανῶ κατά το ὑφαίνω: ὑφανῶ] …

    Dictionary of Greek