ἰτᾰμός
1ἰταμός — ibo masc nom sg …
2ιταμός — Κωνοφόρο δίοικο δέντρο της οικογένειας των ταξιδών. Ονομάζεται και ήμερο έλατομαυροέλατο. Αυτοφυές στην Ελλάδα, αναπτύσσεται μεμονωμένο ή κατά μικρές συστάδες στα ασβεστούχα εδάφη της ορεινής και υποαλπικής ζώνης στη Θράκη, στη Μακεδονία, στη… …
3ιταμός — ή, ό επίρρ. ά θρασύς, αυθάδης: Ιταμό τελεσίγραφο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἰταμώτερον — ἰταμός ibo adverbial comp ἰταμός ibo masc acc comp sg ἰταμός ibo neut nom/voc/acc comp sg …
5ἰταμωτέρων — ἰταμός ibo fem gen comp pl ἰταμός ibo masc/neut gen comp pl …
6ἰταμῶν — ἰταμός ibo fem gen pl ἰταμός ibo masc/neut gen pl …
7ἰταμόν — ἰταμός ibo masc acc sg ἰταμός ibo neut nom/voc/acc sg …
8ἰταμώτατα — ἰταμός ibo adverbial superl ἰταμός ibo neut nom/voc/acc superl pl …
9ἰταμώτατον — ἰταμός ibo masc acc superl sg ἰταμός ibo neut nom/voc/acc superl sg …
10ἰταμαῖς — ἰταμός ibo fem dat pl …