ἰτός
1ιτός — ἰτός, ή, όν (Α) διαβατός, βατός, πορευτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ι τού ρ. εἶμι + κατάλ. ρηματ. επιθ. τος] …
2ἰτός — ibo masc nom sg …
3ἰτόν — ἰτός ibo masc acc sg ἰτός ibo neut nom/voc/acc sg …
4σιμιάϊς — ϊτος, ὁ, Α ονομασία φυτού …
5υποκόμις — ιτος, ο, Ν (λόγιος τ.) βλ. υποκόμης …
6ἰτήν — ἰτός ibo fem acc sg (attic epic ionic) …
7ἰτῶ — ἰτός ibo masc/neut gen sg (doric aeolic) …
8ἰτώ — ἰτός ibo masc/neut nom/voc/acc dual …
9ευπρόσιτος — η, ο (ΑΜ εὐπρόσιτος, ον) 1. (για τόπους) αυτός που γίνεται εύκολα προσιτός, αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί να πλησιάσει κάποιος 2. (για πρόσ.) καταδεκτικός, ευπροσήγορος μσν. αρχ. ευάρεστος, ευχάριστος. επίρρ... εὐπροσίτως (Α) με ευπροσήγορο τρόπο …
10απειρέσιος — ἀπειρέσιος, α, ον κ. απερείσιος, α, ον (Α) 1. απεριόριστος, απέραντος 2. αναρίθμητος, πολύς 3. ανείπωτος, εξαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. Και οι δύο τ. χρησιμοποιούνται για να εξυπηρετήσουν μετρικές ανάγκες, ανάλογα με τη θέση της λ. στον στίχο. Ο παράλληλος …